Το Δεσποτάτο της Μυκόνου | Κεφάλαιο Ε’

Δείτε τα προηγούμενα κεφάλαια:

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική. Τα παιχνίδια κάθονταν αποσβολωμένα στα ράφια τους, κοιτώντας την καταστροφή. Πρόσεξαν ένα κομμάτι χαρτόνι κρεμασμένο στο λαιμό του νεκρού Δεσπότη. Πάνω έγραφε: «Η ψεύτικη ιστορία ανήκει στη λήθη». Η ξεκοιλιασμένη κούκλα περιστρεφόταν πάνω στη θηλιά και κανείς δεν ήξερε τι να κάνει, ούτε καταλάβαινε τι είχε γίνει. Ώσπου ο Θουκυδίδης είπε με σοβαρότητα:

«Ίσως ο Δεσπότης να μην υπερέβαλλε όταν έλεγε ότι τον κυνηγούσαν πράκτορες του Ανδρόνικου».

«Αδύνατον!», ούρλιαξε ο Μέγας Κωνσταντίνος. «Ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας δε θα έκανε κάτι τέτοιο!»

«Αστειεύεσαι!» τον διέκοψε ο Σουλεϊμάν. «Η ιστορία της αυτοκρατορίας σου είναι διάσπαρτη με ίντριγκα, εξαπάτηση και δολοφονίες».

Η Θεοδώρα τον κοίταξε επιτιμητικά. «Για δες ποιος μιλάει! Απ’ όσο θυμάμαι, ήταν έθιμο στη δυναστεία σου να σφάζετε ο ένας τον άλλον για να ανεβείτε στον θρόνο».

«Σε κάθε περίπτωση, ο Δεσπότης ισχυριζόταν ότι τον κυνηγούσε ο αδελφός του και βλέπουμε όλοι την κατάληξη», είπε ήρεμα η Κλασσική Γιαγιά. «Το ερώτημα είναι, πώς μπήκαν οι πράκτορες του Ανδρόνικου στο κατάστημά μας».

Του Σκαντζόχοιρου του είχε πάρει μερικά λεπτά να συνέλθει αλλά στο σχόλιο της Κλασσικής Γιαγιάς πετάχτηκε αμέσως: «Κανένας πράκτορας δε θα μπορούσε να είχε μπει στο κατάστημα τη νύχτα», είπε. «Οι άνθρωποι κλείδωσαν όλες τις πόρτες όταν έφυγαν».

«Θα βρήκαν κάποιον τρόπο», επέμεινε η Γιαγιά. «Μήπως…»

«Αδύνατο. Τα ρολλά έχουν λουκέτα. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εδώ εκτός από μας».

Ο Αλβανός χασάπης έξυσε το κεφάλι του. «Και τί πά’ να πει αυτό;»

Ο Σκαντζόχοιρος ανέβηκε στο χείλος της κούπας του και πήδηξε με χάρη στο ράφι. Ίσιωσε το σώμα του. «Στοιχειώδες, αγαπητέ μου χασάπη. Ο δολοφόνος είναι ένας από μας».

Και πάλι σιωπή. Για μια στιγμή, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν η Δούκισσα της Πλακεντίας να ψιθυρίζει σιγανά «μον ντιέ, μον ντιέ». Ώσπου ξέσπασαν όλοι σε διαμαρτυρίες.

Ο Ήφαιστος κράδαινε το σφυρί του: «Κατηγορείς εμάς;»

«Πώς τολμάς!» φώναξε η Ήρα, καλύπτοντας το φιδίσιο σφύριγμα της Θεάς των Όφεων. «Δεν θα ανεχτώ…»

«Εξωφρενικό!» διέκοψε ο Χασεκή. «Δεν έχεις κανένα στοιχείο για να υπονοείς ότι είμαστε φονιάδες».

«Κοίτα, στην περίπτωσή σου ο Σκαντζόχοιρος δεν έχει κι εντελώς άδικο», πετάχτηκε η Δούκισσα της Πλακεντίας. «Το να κρεμάς και να σφάζεις ανθρώπους ήταν το χόμπι σου, εδώ που τα λέμε».

Ο Οθωμανός διοικητής στράφηκε προς αυτή τόσο εξαγριωμένος, που η Δούκισσα έκανε ένα βήμα πίσω: «Δεν είναι ώρα τώρα να…»

«Μα και βέβαια είναι τώρα η ώρα», είπε ήρεμα η Θεοδώρα. «Αν υπάρχει φονιάς ανάμεσά μας, θα πρέπει οπωσδήποτε να διερευνήσουμε το παρελθόν του καθενός μας».

Ο Χασεκή μισόκλεισε τα μάτια του. «Τι λες για το δικό σου, τότε; Πές μου, αυτοκράτειρα, πόσους ανθρώπους διέταξες να σφαγιαστούν στη Στάση του Νίκα; Απ’ αυτό και μόνο καταλαβαίνουμε πολύ καλά πώς αντιμετωπίζεις τους εχθρούς σου».

«Και μου φαίνεται ότι έχεις και κίνητρο, επίσης», συμφώνησε ο Σουλεϊμάν. «Ήθελες να εκπροσωπείς τη δόξα του Βυζαντίου σ’ αυτό το κατάστημα. Ο Νικηφόρος Παλαιολόγος σού έκοψε τον αέρα».

«Κι εσύ, χωρίς αμφιβολία, πίστευες ότι αντιπροσωπεύεις το μεγαλύτερο επιτραπέζιο στη συλλογή παιχνιδιών, με το ΚωνσταντινόPoly, ώσπου εμφανίστηκε η Ναυμαχία του Αιγαίου», του ανταπέδωσε η Θεοδώρα. «Εμένα μου φαίνεται ότι όσο κίνητρο έχω εγώ, άλλο τόσο έχεις κι εσύ».

«Αν ψάχνουμε για κάποιο τέτοιου είδους κίνητρο, υπάρχει μόνο ένας ένοχος», είπε ο Μέγας Κωνσταντίνος. «Υπάρχει μία ιστορική περίοδος που είναι συνηθισμένη να έχει όλα τα φώτα στραμμένα πάνω της, πράγμα που ακριβώς δεν συμβαίνει σ’ αυτό το κατάστημα. Η αρχαιότητα». Έριξε ένα κατηγορηματικό βλέμμα στους θεούς του Ολύμπου, τη Θεά των Όφεων και την Κλασσική Γιαγιά.

«Αχ, μη γίνεσαι γελοίος», του πέταξε ο Θουκυδίδης υποτιμητικά. «Η δόξα μας είναι εξασφαλισμένη στους αιώνες. Φροντίζουν γι’ αυτό οι ιστορικοί που έχω εκπαιδεύσει. Δε νιώθουμε απειλή από κάτι Βυζαντινά πριγκηπόπουλα».

«Εξάλλου, μόνο ένας από εμάς έκανε συμφωνίες με τους Φράγκους», είπε η Δούκισσα της Πλακεντίας. «Ναι, εσένα κοιτάω, σουλτάνε Σουλεϊμάν. Δεν ήσουν στενός σύμμαχος του βασιλιά Φραγκίσκου του Α΄ της Γαλλίας; Δε θα μπορούσες να έχεις, μέσω αυτής της συμμαχίας, επαφές με τους προκατόχους και τους συγγενείς του; Ο Νικηφόρος Παλαιολόγος ήταν τόσο μισητός στους Φράγκους όσο και στον αδελφό του».

«Ο ιδρυτής της δυναστείας μου κατέλαβε τη Βιθυνία από τους Βυζαντινούς», διαμαρτυρήθηκε ο Σουλεϊμάν. «Η εχθρότητα του προγόνου μου έναντι των Βυζαντινών είναι γνωστή και καταγεγραμμένη».

Η Δούκισσα τον κοίταξε υποτιμητικά. «Μπλα, μπλα». Έκανε μια παύση και πρόσθεσε με έμφαση: «Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».

Σ’ αυτό το σημείο ο σουλτάνος έκανε σούζα το άλογό του, απειλώντας να το πηδήξει στο ράφι που στεκόταν η Δούκισσα, μαζί με τις άλλες φιγούρες της Αττικής Μπιρίμπας.

Ο Σκαντζόχοιρος πίεζε τα μικροσκοπικά πατουσάκια του στα αυτιά του για να μην ακούει τη φασαρία και να προσπαθήσει να σκεφτεί, όμως διαπίστωσε ότι έπρεπε να παρέμβει πριν γίνει άλλη ζημιά στο κατάστημα. «Φτάνει!», έσκουξε με την ψιλή φωνούλα του, καθώς το ξαφνιασμένο άλογο ξαναπάτησε κάτω τις οπλές του με κρότο. «Δεν βλέπετε πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση; Πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι η τιμωρία για τα παιχνίδια που δεν συμπεριφέρονται σωστά είναι η καταστροφή; Πρέπει να λύσουμε αυτή τη δολοφονία, πριν γυρίσουν οι άνθρωποι και αποφασίσουν να γίνετε όλοι χαρτοπολτός».

Όλα τα παιχνίδια πήραν μια βαθειά ανάσα αλλά η Θεοδώρα αποφάσισε να βγει στην επίθεση. «Κι εσύ; Νομίζεις ότι εσύ δεν θα γίνεις χαρτοπολτός;»

«Εγώ, καταρχάς, δεν είμαι φτιαγμένος από χαρτί, αυτοκράτειρά μου», είπε ο Σκαντζόχοιρος. «Και δεν είμαι παιχνίδι. Είμαι η μασκότ του καταστήματος και οι άνθρωποι με έβαλαν επικεφαλής. Λοιπόν, παρακαλώ, αν θέλετε, επιστρέψτε όλοι στα ράφια σας. Θα διερευνήσω την υπόθεση και θα σας παρουσιάσω τα συμπεράσματά μου».

Η συνέχεια την Παρασκευή, 3/4/2020