Το Δεσποτάτο της Μυκόνου | Κεφάλαιο Δ’

Διαβάστε τα προηγούμενα:

Κεφάλαιο Δ΄

Καθώς ο Σκαντζόχοιρος κουλουριαζόταν μέσα στην κούπα που είχε διαλέξει να περάσει τη νύχτα, συνειδητοποίησε πόσο πολύ είχε κουραστεί. Η εξάντληση της ημέρας τον πλάκωσε βαριά σαν παριανό μάρμαρο και, το απαλό φως της λάμπας νυκτός σε συνδυασμό με το γλυκό άρωμα του ροφήματος της Θεοδώρας που είχε διαποτίσει τα αγκαθάκια του, τον βύθιζαν στον ύπνο. Οι ψίθυροι των άλλων παιχνιδιών έσβηναν σιγά σιγά, καθώς κοιμόταν.

Ένα τσιτσίρισμα ακούστηκε και τα μάτια του Σκαντζόχοιρου άνοιξαν διάπλατα. Διαπίστωσε ότι το κατάστημα είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. «Τι έγινε;», ρώτησε νυσταγμένος.

«Βραχυκύκλωσε η λάμπα νυκτός», ακούστηκε η βαριεστημένη φωνή του Ηφαίστου. «Φαίνεται πως οι άνθρωποι αγόρασαν από τις φτηνές».

Ο Σκαντζόχοιρος σημείωσε στο μυαλό του να βάλει χέρι στους ανθρώπους που δεν είχαν καταλάβει ότι τα παιχνίδια άξιζαν τον καλύτερο δυνατό εξοπλισμό αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό μέσα στη νύχτα. «Εντάξει, δεν πιστεύω να φοβάται κανείς εδώ στο σκοτάδι, έτσι δεν είναι;», είπε προσπαθώντας να ακουστεί εύθυμος. «Άντε, ας κοιμηθούμε λοιπόν».

Κουλουριάστηκε πιο σφιχτά ακόμα και τον ξαναπήρε ο ύπνος. Σύντομα έβλεπε ένα ευχάριστο όνειρο, όπου έκανε λουτρό σε μια μπανιέρα γεμάτη με το βραδινό ρόφημα, με το άρωμά του τόσο μεθυστικό που που τον έκανε να νιώθει σαν να πετάει αντί να κολυμπάει. Η αίσθηση ήταν τόσο μεθυστική και πετάχτηκε τόσο τσαντισμένος ξαφνικά από τον βαθύ ύπνο, όταν ακούστηκε μια τσιρίδα. Ξεκουλουριάστηκε και προσπάθησε να σταθεί όρθιος, μισοκοιμισμένος, αλλά τα ποδαράκια του δεν τον κρατούσαν και ξανάπεσε μέσα στην κούπα. «Μα τι έγινε πάλι;»

«Ο φίλος μας ο Δεσπότης προφανώς απέκτησε κακές συνήθειες όσο ήταν μόνος στη λήθη της Ιστορίας», ακούστηκε σαρκαστική η αριστοκρατική φωνή της Ήρας. «Κάνει τόση φασαρία με το ροχαλητό του που τρόμαξε το παγώνι μου».

Ο Σκαντζόχοιρος κατάφερε να σηκωθεί λίγο. Άκουγε πράγματι το ροχαλητό του Νικηφόρου Παλαιολόγου. Προφανώς η κούπα μέσα στην οποία κοιμόταν τον είχε προστατέψει από τον εκκωφαντικό θόρυβο. «Μπορεί, παρακαλώ, να τον σκουντήξει κάποιος;», ρώτησε.

Ξαφνικά κόπηκε για λίγο η αναπνοή του Δεσπότη και αμέσως ακούστηκε μια δυνατή εισπνοή και το τρίψιμο των σεντονιών. Η ησυχία επέστρεψε στο σκοτεινό κατάστημα. «Θα γύρισε πλευρό», μουρμούρησε ο Αλβανός χασάπης. «Ώρα ήταν. Καληνύχτα!»

Τα παιχνίδια ξανακοιμήθηκαν. Ο Σκαντζόχοιρος έκανε να μυρίσει τον εαυτό του λίγο – το άρωμα του ροφήματος της Θεοδώρας χανόταν σιγά σιγά – και έχωσε τη μουσουδίτσα του στο κουλουριασμένο του σώμα για να προστατευτεί από τυχόν άλλους θορύβους στο υπόλοιπο της νύχτας.

Αλίμονο, αυτή η ηρεμία δεν θα κρατούσε πολύ. Σε λίγο, θόρυβος από οπλές αλόγου στο μαρμάρινο πάτωμα, αντηχούσε στο μαγαζί. «Τι είναι πάλι;» ρώτησε ο Σκαντζόχοιρος.

«Απλά πάω τουαλέτα, αν μου επιτρέπετε», ακούστηκε η φωνή του Σουλεϊμάν μέσα στο σκοτάδι. «Πρέπει να πάρω άδεια γι’ αυτό;»

«Οπωσδήποτε όχι, καθώς είναι το μέρος όπου κι ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του», είπε η Δούκισσα της Πλακεντίας. «Αλλά δεν είμαι απολύτως πεπεισμένη γιατί θα έπρεπε να πάτε έφιππος».

«Είμαι Οθωμανός σουλτάνος, δούκισσα», απάντησε ο Σουλεϊμάν. «Το άλογό μου κι εγώ πάμε πακέτο».

Τα νεύρα του Σκαντζόχοιρου είχαν τσιτωθεί λιγάκι. «Να κάνουμε καλύτερα αυτή την κουβέντα το πρωί;» είπε λίγο επιτακτικά. «Για την ώρα, μπορείτε, μεγαλειότατε, να κάνετε όσο πιο αθόρυβα γίνεται ώστε να κοιμηθούμε οι υπόλοιποι;»

Ο ήχος από τις οπλές του αλόγου ακούστηκε λίγο ακόμα, μετά η πόρτα της τουαλέτας να ανοίγει και να κλείνει, το νερό από το καζανάκι, και η πόρτα να ανοίγει και να κλείνει ξανά. Και, ξαφνικά, ένα μεγάλο σπάσιμο. «Καλά, δεν προσέχεις πού πας;» φώναξε εξοργισμένος ο Μέγας Κωνσταντίνος. «Έριξες κάτω τη μινιατούρα μου της Κωνσταντινούπολης!».

«Α, καταλαβαίνω γιατί η… πτώση της Κωνσταντινούπολης μπορεί να σε τσαντίσει», απάντησε ειρωνικά ο Σουλεϊμάν. «Δεν είναι συμβολικό, η Κωνσταντινούπολη να πέφτει από τα χέρια ενός βυζαντινού αυτοκράτορα;»

«Απαξιώ να σου απαντήσω», είπε ο Κωνσταντίνος. «Που δε θα υπήρχε καν Κωνσταντινούπολη για σένα αν δεν ήμουν εγώ».

«Μμμ! Δεν είχαν μείνει και πολλά από την πόλη σου όταν ήρθαμε εμείς. Οι πρόγονοί μου χρειάστηκε να χτίσουν ακόμα και παλάτι από το μηδέν!»

«Παίρνοντας για υλικά ό,τι είχε απομείνει από το δικό μου, ε;», πετάχτηκε η Θεοδώρα. «Γιατί δεν μπορούσατε να πάτε ως το λατομείο, έτσι; άμα θα τα πω του Ιουστινιανού…»

«Παιδιαρίσματα», μουρμούρησε η Κλασσική Γιαγιά. «Απορώ πόσοι αιώνες πρέπει να περάσουν για να…»

«Δεν χρειαζόμαστε μαθήματα για τους τρόπους μας από ένα κομμάτι σπασμένου αγγείου, ευχαριστώ», είπε προσβλητικά η Θεοδώρα.

Κάπου εδώ, ο Σκαντζόχοιρος είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Δεν μπορούσε να αφήσει να γίνει καβγάς μέσ’ στα μεσάνυχτα, τι θα έλεγαν κι οι άνθρωποι; Ανασηκώθηκε πάνω από το χείλος της κούπας και ετοιμάστηκε να βγάλει μια κραυγούλα για να τραβήξει την προσοχή όλων, όταν ένα οξύ σφύριγμα ακούστηκε από το πίσω μέρος του καταστήματος. «Είχα πει κάτι ότι θα αμολούσα τα τέρατα της εποχής του χαλκού», δήλωσε επιβλητικά η Θεά των Όφεων.

Αλλά η Θεοδώρα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να φοβηθεί. «Συγγνώμη, θεά, αλλά αυτό δεν μπορεί να περάσει έτσι. Δεν θα επιτρέψω στον απόγονο νομάδων από την Κεντρική Ασία που δεν έχει ξεπεζέψει ακόμα από το άλογο, να συγκρίνει την πόλη του με τη δική μου».

«Πράγματι», συμφώνησε ο Κωνσταντίνος. «Οι Βυζαντινοί ξέραμε ότι τα άλογα ήταν για τις αρματοδρομίες, όχι για κάτι άλλο. Αυτοί δεν ξεχωρίζουν τον ιππόδρομο από τα σπίτια τους!».

«Για μια στιγμή», διέκοψε ο Χασεκή, «Δεν μπορείς να λες…»

Χρειαζόταν μια άλλη προσέγγιση. «Σταματήστε!», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ο Σκαντζόχοιρος. «Θα ξυπνήσετε τον Νικηφόρο Παλαιολόγο!»

Η υπονοούμενη απειλή πέτυχε σε μια στιγμή ό,τι δεν μπορούσαν να πετύχουν τα παρακάλια. «Σωστό αυτό», ψιθύρισε η Θεοδώρα. «Οφείλουμε να κρατήσουμε αυτή τη συζήτηση ανάμεσα σε λογικά άτομα».

Ο Σκαντζόχοιρος δεν θα χρησιμοποιούσε ακριβώς τη λέξη «λογικά» για να περιγράψει τα άλλα παιχνίδια, όμως δεν άνοιγε και νέο μέτωπο. «Άντε, λοιπόν, όλοι ξανά για ύπνο. Θα έχουμε πολύ χρόνο για τέτοια σημαντικά θέματα τις επόμενες μέρες».

«Και θα χαρώ να συμβάλω», πρόσθεσε ο Θουκυδίδης. «Καληνύχτα!»

Η σιωπή κάλυψε για μια ακόμα φορά το κατάστημα. Ο Σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε στην κούπα του, ωστόσο, ο ύπνος δεν ερχόταν εύκολα μετά από τόσο εκνευρισμό. Γυρνούσε πότε απ’ τη μια και πότε πάλι από την άλλη. Όταν επιτέλους τον πήρε ο Μορφέας έβλεπε ήδη το πρώτο φως του ξημερώματος. Μόλις πήγαν να κλείσουν τα ματάκια του, η Δούκισσα της Πλακεντίας έβγαλε μια κραυγή τρόμου. «Ω, μα κοιτάξτε! Κοιτάξτε!»

Ο εξαντλημένος Σκαντζόχοιρος ανασηκώθηκε στο χείλος της κούπας, όμως το βιτριολικό σχόλιο που επρόκειτο να κάνει, χάθηκε πριν καν μπορέσει να μιλήσει. Το φως της ημέρας έδειξε τη βιτρίνα της συλλογής παιχνιδιών του Δεσποτάτου της Μυκόνου κατεστραμμένη, προφανώς κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το κουτί της «Ναυμαχίας του Αιγαίου» είχε διαλυθεί, σκισμένες σελίδες από το μπλοκ ζωγραφικής του Γατάτζη ήταν σκόρπιες στο πάτωμα και η κούκλα του Νικηφόρου Παλαιολόγου ήταν κρεμασμένη από τη λάμπα του ταβανιού, με μια θηλιά στον λαιμό και το βαμβακερό της γέμισμα να κρέμεται από το ξεκοιλιασμένο σώμα.

Ο Δεσπότης της Μυκόνου είχε δολοφονηθεί στον ύπνο του.

***

Η συνέχεια την Τετάρτη 1/4/2020