Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Νοέμβρη και ο Σκαντζόχοιρος, όλο χαρά, στεκόταν στη μικρή στοά της οδού Καρόρη, στο κέντρο της Αθήνας. Ένιωθε πολύ περήφανος που αυτός, ένα μικρό κεραμικό ειδώλιο από την κυκλαδική περίοδο, είχε επιλεγεί ως σήμα της εταιρείας που έφτιαχνε παιχνίδια. Σήμερα ήταν η μέρα που το ομώνυμό του κατάστημα θα άνοιγε και ανυπομονούσε να δει επιτέλους την πρώτη συλλογή παιχνιδιών που θα έβγαινε προς πώληση.
Οι άνθρωποι του είχαν πει ότι υπήρχαν παιχνίδια από την εποχή του χαλκού, μια τράπουλα με έμπνευση τη βυζαντινή τέχνη, κάρτες ζωγραφικής με τους θεούς του Ολύμπου, μπλοκ ζωγραφικής βασισμένα σε Ευρωπαίους περιηγητές του 19ου αιώνα και πολλά άλλα. Ιδιαίτερα ανυπομονούσε να γνωρίσει τις φιγούρες που κοσμούσαν την Αττική Μπιρίμπα και τις Επτά Οικογένειες της αρχαίας Ελλάδας αλλά και να επισκεφθεί το πλήθος τοποθεσιών που απεικονίζονταν στο επιτραπέζιο ΚωνσταντινόPoly. Δεν περίμενε ποτέ ότι κάποτε, κάποιοι θα το έπαιρναν από την προθήκη που στεκόταν, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και θα του έδιναν τη δυνατότητα να ταξιδέψει σε όλη την ιστορία της Ελλάδας.
Επιτέλους, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στην άκρη της στοάς και οι άνθρωποι άρχισαν να ξεφορτώνουν κούτες και κούτες, δεκάδες κούτες και να τις φέρνουν μέσα στο κατάστημα. Ο Σκαντζόχοιρος μπορούσε να ακούσει την ανυπόμονη μουρμούρα των παιχνιδιών καθώς περνούσαν οι άνθρωποι. Προφανώς, όλα ήταν το ίδιο ενθουσιασμένα με εκείνον, αυτή την ιδιαίτερη μέρα. Ένιωθε σαν να πρόκειται να γίνουν όλα μια μεγάλη, χαρούμενη οικογένεια.
Ο Σκαντζόχοιρος έκανε να γυρίσει για να μπει στο κατάστημα και να βοηθήσει με το ξεπακετάρισμα, όταν μια στριγκιά φωνή τρύπησε ξαφνικά τα αυτιά του:
«Βγάλτε με έξω! ΒΓΑΛΤΕ ΜΕ ΕΞΩ! Είμαι ο Νικηφόρος Παλαιολόγος, Δεσπότης της Μυκόνου και δεν ανέχομαι να με κουβαλάνε σα σακκί με πατάτες!»
Ο Σκαντζόχοιρος δεν είχε ακουστά ούτε τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, ούτε το Δεσποτάτο της Μυκόνου κι άρχισε να νιώθει ντροπή για την άγνοιά του. Πώς υποτίθεται ότι θα εκπροσωπούσε μια συνεταιριστική που θα παράγει παιχνίδια βασισμένα σε όλες τις πτυχές της ελληνικής ιστορίας ενώ αγνοούσε σχετικές πληροφορίες; Αυτό έπρεπε να διορθωθεί αμέσως. Έτρεξε προς την κούτα απ’ όπου ακούστηκε η φωνή. Ίσως ο ένοικός της θα είχε την ευγένεια να του κάνει μια σύντομη ενημέρωση, πριν καταλάβει κανείς άλλος αυτή του την έλλειψη.
Οι άνθρωποι ήταν απασχολημένοι με όλες τις άλλες κούτες και, σύντομα, οι συζητήσεις ακούγονταν όλο και πιο δυνατά καθώς έβγαιναν τα παιχνίδια, το ένα μετά το άλλο. Μια επιβλητική μεσήλικη γυναίκα με στέμμα κι ένα παγώνι βγήκε από την κούτα που έγραφε «Αιώνιες Μορφές», ένας μουσάτος άνδρας με τουρμπάνι, πάνω σε άλογο, από αυτήν που έγραφε «ΚωνσταντινόPoly», ένα σκανταλιάρικο πλάσμα που έμοιαζε με κατσικάκι από την άλλη που έγραφε «Ζώα και Τέρατα της εποχής του χαλκού». Όπου και να κοιτούσε ο Σκαντζόχοιρος, παιχνίδια έβγαιναν κι έπαιρναν τον δρόμο τους για τα ράφια.
«Επιτέλους!» είπε μια πολύ σικάτη κοπέλα καθώς η Αττική Μπιρίμπα, το παιχνίδι καρτών, βρήκε τη θέση της στις προθήκες του καταστήματος. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως όλη αυτή η ιστορία με τη μεταφορά μού χαλούσε τον κότσο μου. Δεν έχω φέρει και τον κομμωτή μου μαζί, καταλαβαίνετε». Με μια προσεκτική κίνηση έστρωσε λίγο τα μαλλιά της.
«Μα ελάτε, αγαπητή μου Δούκισσα της Πλακεντίας», είπε ένας μαρμάρινος άνδρας με σοβαρό παρουσιαστικό παίρνοντας θέση δίπλα της. «Δεν ήταν παρά μια μικρή ενόχληση. Έχουμε τακτοποιηθεί όλοι πλέον, έτοιμοι να μεταδώσουμε τις ιστορικές μας γνώσεις στα παιδιά».
«Όντως, αγαπητέ Θουκυδίδη», απάντησε η Δούκισσα, στρώνοντας μια ελεύθερη τούφα μαλλιού πίσω από το αυτί της. «Αυτό είναι, αναμφιβόλως, το πιο σημαντικό. Ανυπομονώ να διδάξω τους νέους για τη συμβολή μου στην Ελληνική Επανάσταση». Έριξε μια ματιά τριγύρω στο κατάστημα. «Το βρίσκω εξαιρετικό. Βλέπετε με πόσο προσεγμένο τρόπο έχει γίνει η διακόσμηση; Είμαι βεβαία ότι θα θα περάσουμε θαυμάσια εδώ. Αν και θα ήταν καλό να είχαμε και κανένα καθρέφτη εμείς που…»
«ΒΓΑΛΤΕ ΜΕ ΕΞΩ!» ούρλιαξε πάλι η στριγκιά φωνή. «Αυτό είναι απαράδεκτο! Δε μπορώ να το ανεχτώ άλλο!»
Ένας από τους ανθρώπους, τελικά, πλησίασε και άνοιξε την κούτα που περιείχε το αγενές παιχνίδι. Από μέσα βγήκε μια κούκλα ενός άνδρα με πολυτελή βυζαντινά φορέματα που κρατούσε ένα επιβλητικό ξίφος. «Επιτέλους!» ξέσπασε. «Τι κάνατε τόση ώρα;» Ο άνδρας παρατήρησε τον Σκαντζόχοιρο να στέκεται πλάι του και είπε ψυχρά: «Είμαι ο Δεσπότης της Μυκόνου, Σκαντζόχοιρε. Οφείλεις να υποκλιθείς, ως είθισται».
Ο Σκαντζόχοιρος υποκλίθηκε ευγενικά (μα γιατί δεν του είχε πει κανείς πώς να συμπεριφέρεται σε εστεμμένους, αναρωτήθηκε) και άνοιξε τη μικρή του μουσούδα να πει κάτι αλλά ο Νικηφόρος Παλαιολόγος είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του, παρατηρώντας το κατάστημα. «Τέλος πάντων, θα το ανεχτώ», είπε με υποτιμητικό ύφος. «Θα ήλπιζε κανείς ότι θα είχε ληφθεί μέριμνα για κάτι καλύτερο για κάποιον του επιπέδου μου αλλά μάλλον πρέπει να ελαττώσω τις προσδοκίες μου. Λοιπόν…» πέρασε άλλη μια γύρα το κατάστημα με τα μάτια του. «Πιστεύω ότι αυτά τα παιχνίδια καρτών θα πρέπει να βρουν άλλο μέρος», είπε δείχνοντας το κεντρικό ράφι. «Είναι προφανώς η καλύτερη θέση της βιτρίνας και δικαιωματικά ανήκει σε μένα».
Η Δούκισσα της Πλακεντίας και ο Θουκυδίδης πήγαν να διαμαρτυρηθούν αλλά ο Νικηφόρος Παλαιολόγος ήδη τους έσπρωχνε στην άκρη κι έβαζε τα παιχνίδια που είχαν σχέση με αυτόν στη θέση της Αττικής Μπιρίμπας. Ο Σκαντζόχοιρος πρόσεξε πως ο Μέγας Κωνσταντίνος που μόλις είχε βγει από το κουτί του ΚωνσταντινόPoly, έριχνε ματιές με νόημα στον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, εκφράζοντας έκπληξη και δυσαρέσκεια. Πάντως και οι δύο αυτοκράτορες έμειναν σιωπηλοί.
«Και φυσικά, απαιτείται για μένα η κεντρική θέση στη βιτρίνα», συνέχισε ο Νικηφόρος Παλαιολόγος. «Για να δω… το επιτραπέζιο ‘Η Ναυμαχία του Αιγαίου’ στη μέση, το μπλοκ ζωγραφικής που βασίζεται στο Χρονικό του Ιωάννη Γατάτζη από δω και εγώ, φυσικά, θα κυριαρχώ πάνω από όλα».
Ένα φιδίσιο σφύριγμα ακούστηκε από το πίσω μέρος και ο Σκαντζόχοιρος γύρισε και είδε τη Θεά των Όφεων να στέκεται πλάι στη βιτρίνα με τις Γυναίκες της εποχής του χαλκού. Κουνούσε απειλητικά τα φίδια της.
«Να του δώσω μια να τον λιώσω;» ένας στρυφνός ηλικιωμένος με καπέλο και σφυρί στο χέρι μουρμούρησε μέσα απ’ τα γένια του.
Η Θεά των Όφεων τον σκούντηξε με τον αγκώνα της. «Δεν χρειάζεται, Ήφαιστε», ψιθύρισε. «Θα τα βρούμε, πιστεύω… κάποια στιγμή».
Ο Σκαντζόχοιρος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει για λίγο τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, ο οποίος τώρα κορδωνόταν κατά μήκος της βιτρίνας. Κατόπιν, γύρισε το απορημένο βλέμμα του στα άλλα παιχνίδια. Τα περισσότερα έκαναν πως αγνοούσαν τον Δεσπότη της Μυκόνου, χωρίς να μπορούν και να κρύψουν την προσποίηση. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα έγειρε στην πολυθρόνα της Κλασσικής Γιαγιάς και ψιθύρισε: «Απίθανος τύπος, έτσι δεν είναι;»
Η Κλασσική Γιαγιά έκρυψε ένα χαμόγελο. «Απίθανος».
Η συνέχεια την Τετάρτη 25/3/2020