Δείτε τα προηγούμενα κεφάλαια:
Τα παιχνίδια γύρισαν σιγά σιγά στα ράφια τους. Ο Σκαντζόχοιρος περίμενε λίγο, για να διαπιστώσει αν όλοι είχαν καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Κατόπιν, κατέβηκε με ένα πηδηματάκι από τον πάγκο όπου στεκόταν και πήγε να εξετάσει τη βανδαλισμένη βιτρίνα προς ανεύρεση στοιχείων. Ίσως να υπήρχαν αρκετές ενδείξεις για να δείξουν την ταυτότητα του δράστη.
Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν ότι οι λέξεις που ήταν γραμμένες στο χαρτόνι που κρεμόταν από τον λαιμό του Δεσπότη ήταν γραμμένο από τον ίδιο που είχε γράψει και το απειλητικό σημείωμα που ο Νικηφόρος Παλαιολόγος τού είχε δείξει λίγες ώρες πριν τον θάνατό του. Αυτό επιβεβαίωνε περαιτέρω, αν υπήρχε κάποια αμφιβολία, ότι ο πράκτορας του Ανδρόνικου ήταν κάποιο από τα παιχνίδια αλλά δεν οδηγούσε σε κάποιο συγκεκριμένα. Ο Σκαντζόχοιρος κοίταξε πιο προσεκτικά τον σωρό με τα μπάζα. Όπως έδειχναν όλα, το ράφι της βιτρίνας είχε καταστραφεί με κάποιο αμβλύ αντικείμενο. Το κατεστραμμένο κουτί του επιτραπέζιου «Ναυμαχία του Αιγαίου» είχε πέσει από το ράφι. Σπασμένα πιόνια – καραβάκια και σκισμένες σελίδες από το μπλοκ ζωγραφικής του χρονικού του Γατάτζη ήταν σκόρπια στο πάτωμα, μαζί με κομματάκια από το βαμβακερό γέμισμα της κούκλας που είχαν πέσει όταν ξεκοιλιάστηκε. Ο Σκαντζόχοιρος έκανε μια λίστα στο μυαλό του, με το ποια από τα παιχνίδια είχαν κατάλληλα εργαλεία γι’ αυτή την καταστροφή: ο Ήφαιστος είχε σφυρί, ο Αλβανός χασάπης μαχαίρι, ο Σουλεϊμάν άλογο· επίσης, ο Χασεκή ήταν γνωστό ότι είχε πάντα μαζί του ένα κορδόνι στραγγαλισμού. Τότε, κάποια αταίριαστα αντικείμενα του τράβηξαν την προσοχή. Έψαξε λίγο ανάμεσα στα σπασμένα και μάζεψε ένα σκουλαρίκι, ένα φτερό παγωνιού και ένα χρωματιστό πετραδάκι.
Λοιπόν, αυτό ήταν ενδιαφέρον. Γύρισε στους άλλους και ρώτησε: «Ξέρει κανείς τι είναι αυτά;»
«Μον ντιε, το σκουλαρίκι μου!» αναφώνησε η Δούκισσα της Πλακεντίας. «Νόμιζα ότι το είχα χάσει όταν έλυσα τον κότσο μου χτες βράδυ!»
«Αχά! Το ήξερα!», φώναξε ο Χασεκή. «Κάθεται και παριστάνει την αθώα παρευρισκόμενη, υπονοώντας ότι οι άλλοι είμαστε δολοφόνοι, ενώ ήταν αυτή που το έκανε!»
«Μάλλον έχεις την ευτυχία να κοιμάσαι πολύ βαθειά», είπε ο Θουκυδίδης. «Η Δούκισσα μου είπε χτες βράδυ ότι το είχε χάσει. Δεν την άκουγες που μουρμούριζε όλη νύχτα στο κουτί της Αττικής Μπιρίμπας;»
Ο Σκαντζόχοιρος σκέφτηκε ότι ήταν τουλάχιστον περίεργο που δεν είχε ακούσει κάτι αλλά, απ’ την άλλη, δεν πήρε είδηση και την δολοφονία του Νικηφόρου Παλαιολόγου. Σήκωσε το φτερό του παγωνιού. «Κι αυτό;»
Η Ήρα βγήκε μπροστά. «Είναι σίγουρα από την ουρά του παγωνιού μου. Και, δείτε, έχει μελάνι πάνω! Το χρησιμοποίησαν για να γράψουν το μήνυμα», είπε δείχνοντας το χαρτόνι που έγραφε για την ψεύτικη ιστορία και κρεμόταν από τον λαιμό του νεκρού Δεσπότη.
«Ομολογείς, λοιπόν;» ρώτησε απότομα ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Εκείνη κοίταξε υποτιμητικά τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. «Ασφαλώς όχι. Όπως όλοι θυμάστε, το παγώνι μου έκραξε κάποια στιγμή τη νύχτα. Νόμιζα ότι το είχε τρομάξει το ροχαλητό του Νικηφόρου Παλαιολόγου, όμως τώρα είναι ξεκάθαρο ότι αυτό συνέβη όταν καποιος τράβηξε ένα φτερό από την ουρά του. Αναμφίβολα ο εκτελεστής το έκανε για να με ενοχοποιήσει».
«Επίσης, στην οικογένειά μας δε λειτουργούμε έτσι», είπε ο Ήφαιστος δείχνοντας με το σφυρί του την κατεστραμμένη βιτρίνα. «Οι θεοί του Ολύμπου έχουμε πιο αποτελεσματικούς τρόπους να κανονίζουμε τους θνητούς».
Είχε νόημα αυτό που έλεγε, σκέφτηκε ο Σκαντζόχοιρος. Έδειξε το τελευταίο αντικείμενο που είχε βρει προς τα συγκεντρωμένα παιχνίδια. «Κι αυτό;»
Τα παιχνίδια απόρησαν βλέποντας το χρωματιστό πετραδάκι και κανένα δεν έδειχνε να ξέρει τι ήταν, ώσπου ο Μέγας Κωνσταντίνος έβγαλε μια οργισμένη κραυγή και στράφηκε, εξαγριωμένος, στον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή: «Κοίτα τι έκανες! Μου έσπασες τη μικρογραφία της Κωνσταντινούπολης όταν με έσπρωξες και μου έπεσε!»
«Ίσως να πρέπει να προσέχεις την πόλη σου λίγο περισσότερο», απάντησε ο Σουλεϊμάν. «Χωρίς να θέλω να σου κάνω μαθήματα ιστορίας ή κάτι τέτοιο».
Τα παιχνίδια άρχισαν να τσακώνονται και πάλι, ο Σκαντζόχοιρος όμως αγνόησε τη φασαρία για να συγκεντρωθεί. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι τα στοιχεία που είχε βρει ως τώρα δεν έδειχναν και πολλά. Ήταν γεγονός ότι η μικρογραφία της Κωνσταντινούπολης είχε πέσει τη νύχτα και δεν υπήρχε κάποια ένδειξη ότι το πετραδάκι δεν είχε απλά πεταχτεί στην άλλη μεριά του καταστήματος. Η Ήρα είχε δίκιο ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να είχε κλέψει ένα φτερό από την ουρά του παγωνιού της. Κι ο Θουκυδίδης εγγυώνταν για τη Δούκισσα της Πλακεντίας. Ένα άλλο ερώτημα που έμενε αναπάντητο ήταν πώς ο δολοφόνος μπόρεσε να δράσει κρυφά. Με δεδομένη τη φασαρία που έκαναν τα παιχνίδια τη νύχτα, ο δολοφόνος μπορούσε να μην ακουστεί αλλά πώς έγινε και κανείς δεν τον είχε δει;
Και τότε, ο Σκαντζόχοιρος θυμήθηκε πως η λάμπα νυκτός είχε σβήσει χωρίς προφανή λόγο, λίγη ώρα αφού τα παιχνίδια είχαν πέσει για ύπνο.
Η βαβούρα άρχισε να υποχωρεί καθώς τα παιχνίδια τον είδαν να περπατάει αποφασιστικά προς τον πίνακα του ηλεκτρικού και να τον ανοίγει. Γύρω από μία ασφάλεια είχε αχνά σημάδια καψαλίσματος.
Τα παιχνίδια κοίταζαν απόλυτα σιωπηλά, καθώς ο Σκαντζόχοιρος στράφηκε προς αυτά. «Τα φώτα δεν έσβησαν από κάποιο τυχαίο βραχυκύκλωμα», ανακοίνωσε. «Κάποιος τα χάλασε. Η ασφάλεια κάηκε ηθελημένα από κάποιον που μπορεί να χειριστεί φωτιά». Κοίταξε έντονα τον Ήφαιστο. «Λοιπόν;»
Ο σιδηρουργός θεός μούγκρισε οργισμένα και πήγε να απαντήσει αλλά η σύζυγός του βγήκε μπροστά. «Δεν θα μπορούσε να ήταν αυτός», είπε ήρεμα η Αφροδίτη.
«Κι αυτό γιατί…;»
«Επειδή…» Δίστασε για μια στιγμή και κοίταξε τον σύζυγό της. «Επειδή εγώ… εγώ του έδωσα υπνωτικό πριν πέσουμε για ύπνο. Παρόλο που δεν κοιμήθηκε κατευθείαν, δε θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του».
Ο Ήφαιστος την πλησίασε χαμογελώντας άγρια. «Για πες μου, αγαπητή μου σύζυγε… αν και εκτιμώ το ότι απέδειξες την αθωότητά μου, θα μπορούσες να μου πεις γιατί μου έδωσες υπνωτικό;»
«Επειδή ξέρω ότι υποφέρεις από αγρυπνία, σύζυγέ μου», είπε η όμορφη θεά αμήχανα. «Ήθελα απλώς να…»
«Ήθελες να περάσεις τη νύχτα με τον εραστή σου!» ούρλιαξε ο Ήφαιστος. «Πού είναι ο Άρης; Θα τον σκοτώσω!»
Κινήθηκε γρήγορα προς τις κάρτες ζωγραφικής με τους θεούς του Ολύμπου, βγάζοντας μια πολεμική κραυγή, απειλώντας τον αντίζηλό του με τον πιο φρικτό θάνατο. Η οργή του ήταν τέτοια που τα άλλα παιχνίδια κατάλαβαν αμέσως πως έπρεπε να επέμβουν. Ο Αλβανός χασάπης και ο Χασεκή τον έπιασαν από τα χέρια για να τον συγκρατήσουν, ενώ ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής βοήθησε τον θεό του πολέμου να ανέβει στο άλογό του μήπως και χρειαζόταν να φύγουν γρήγορα, ενώ η Θεοδώρα πήγε να παρηγορήσει την καταρρακωμένη Αφροδίτη. Ο Σκαντζόχοιρος, όμως, έμεινε ακίνητος.
Η σκέψη του πήγε πίσω στο περασμένο βράδυ. Την προετοιμασία των παιχνιδιών πριν πέσουν για ύπνο και το γλυκό, μεθυστικό άρωμα του βραδινού ροφήματος της Θεοδώρας στα αγκαθάκια του, καθώς κουλουριαζόταν μέσα στην κούπα για να κοιμηθεί. Και, ξαφνικά, του ήρθε.
«Ξέρω τι έγινε», είπε ήσυχα.
Τα παιχνίδια πάγωσαν. Ο Σκαντζόχοιρος ίσιωσε το κορμί του. «Κλασσική Γιαγιά, μπορώ να δω το κείμενο που είναι σκαλισμένο στη μαρμάρινη πλάκα που διαβάζεις;»
Η συνέχεια την Δευτέρα, 6/4/2020