Το Δεσποτάτο της Μυκόνου | Κεφάλαιο Η’

Δείτε τα προηγούμενα κεφάλαια:

Επικράτησε μια αποσβολωμένη σιωπή καθώς ο Σκαντζόχοιρος επεξεργαζόταν τη δήλωση του ιστορικού. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια του και έκανε να μιλήσει αλλά δε βγήκε κανένας ήχος από τη μουσούδα του και την ξανάκλεισε. «Είναι αλήθεια, Σκαντζόχοιρε», είπε ευγενικά η Κλασσική Γιαγιά. «Δεν υπήρξε ποτέ Δεσποτάτο της Μυκόνου. Οι άνθρωποι που έφτιαξαν τα παιχνίδια ξεγελάστηκαν και, μαζί τους, και οι πελάτες τους».

«Πώς το ξέρουμε αυτό;» κατάφερε να αρθρώσει την απορία ο Σκαντζόχοιρος. «Ο Θουκυδίδης δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο χωρίς στέρεες αποδείξεις».

Ο ιστορικός χαμογέλασε. «Α, μα υπάρχουν δεκάδες ενδείξεις, κάποιες πολύ μικρές που μοιάζουν ασήμαντες για όσους δεν είναι ιστορικοί, άλλες εντελώς προφανείς. Δες το χειρόγραφο του Γατάτζη, για παράδειγμα». Κατευθύνθηκε προς το σωρό με τα μπάζα και έβγαλε μια σκισμένη σελίδα από το μπλοκ ζωγραφικής. «Αυτή υποτίθεται πως είναι μια απεικόνιση του 13ου αιώνα, όμως οι στολές που φορούν τα πρόσωπα δεν ταιριάζουν με βυζαντινές στρατιωτικές ενδυμασίες εκείνης της εποχής. Τα υποδήματα αυτά χρησιμοποιούνταν πολύ αργότερα. Ακόμα και το ύφος της καλλιγραφίας μπορεί να χρονολογηθεί στον 15ο αιώνα. Και είναι, μάλιστα, όπως μου φαίνεται, δυτικοευρωπαϊκό, όχι βυζαντινό».

«Αποκλείεται να είναι μεταγενέστερο αντίγραφο του αρχικού χειρογράφου;», ρώτησε ο Σκαντζόχοιρος.

«Θεωρητικά, ναι», απάντησε ο Θουκυδίδης. «Όμως τότε προκύπτει το ερώτημα, πώς αντιγράφηκε ένα κρυφό χρονικό, αφού ήταν κρυφό;»

Ο Σκαντζόχοιρος το σκέφτηκε λίγο. «Σωστή η παρατήρησή σου. Αλλά αυτή δεν είναι στέρεη απόδειξη. Υπάρχουν κάποιες τραβηγμένες περιπτώσεις στις οποίες αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί».

«Όντως. Μια δεύτερη και πιο σημαντική ένδειξη είναι ο χρονικογράφος ο ίδιος. Όχι μόνο δεν υπάρχει καμμία αναφορά στην ύπαρξή του σε πουθενά στη βιβλιογραφία, αλλά και το ίδιο το όνομά του είναι ένα στοιχείο που δείχνει πλαστογραφία. Βλέπεις, το μόνο αποδεδειγμένα γνήσιο, εικονογραφημένο, βυζαντινό χρονικό που έχουμε είναι η ‘Σύνοψις Ιστοριών’ του Ιωάννου Σκυλίτζη. Πόσο πιθανό θα ήταν να βρισκόταν κι ένα δεύτερο, από κάποιον Ιωάννη Γατάτζη;»

Σκυλίτζης… Γατάτζης… τώρα που ο Σκαντζόχοιρος το σκεφτόταν, έμοιαζε λίγο με κρύο ανέκδοτο. «Οι πιθανότητες είναι απειροελάχιστες», είπε. «Ωστόσο, παραμένουν απλώς πιθανότητες».

Ο Θουκυδίδης χαμογέλασε διάπλατα. «Έχεις οξυμένο ερευνητικό νου, Σκαντζόχοιρε. Ας συνεχίσουμε την αναζήτησή μας για την αλήθεια. Ο Νικηφόρος Παλαιολόγος έδινε μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι ο αδελφός του, Ανδρόνικος, έμεινε στην ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης ενώ αυτός πολεμούσε στη Ναυμαχία του Αιγαίου, η οποία, όπως έλεγε, συνέπεσε ακριβώς με την νίκη του πατέρα τους κατά των Φράγκων. Όμως η Ιστορία μας λέει ότι ο Ανδρόνικος γεννήθηκε μόλις λίγους μήνες πριν τη μάχη της Πελαγονίας. Δε θα μπορούσε να συμμετείχε σε εκστρατεία ακόμα κι αν ήθελε, αφού ήταν μωρό».

Ο Σκαντζόχοιρος είχε αρχίσει να απολαμβάνει αυτή τη λεκτική μονομαχία. «Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τους ισχυρισμούς του Δεσπότη στην αντιζηλία με τον αδελφό του. Δεν θα έλεγες κι εσύ ότι φαινόταν να είναι αρκετά ζηλιάρης;»

«Οπωσδήποτε. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο σημείο που δεν ταιριάζουν οι ημερομηνίες. Η Θεοδώρα Παλαιολογίνα, μητέρα του Ανδρόνικου, που θα ήταν και μητέρα του υποτιθέμενου Δεσπότη μας, γεννήθηκε γύρω στο 1240 και παντρεύτηκε τον μελλοντικό Μιχαήλ Η΄ το 1253. Πώς θα μπορούσε να είχε γεννήσει έναν γιο τόσο μεγάλο που να διεξήγαγε ναυμαχία εκ μέρους του πατέρα του το 1259;»

Σ’ αυτό ο Σκαντζόχοιρος δεν μπορούσε να πει κάτι. Ο Θουκυδίδης είχε δίκιο: Ο Νικηφόρος Παλαιολόγος, πράγματι, δε θα μπορούσε να ήταν Δεσπότης της Μυκόνου, μιας και δε θα μπορούσε να είχε γεννηθεί.

«Και πώς δεν το πρόσεξαν οι άνθρωποι;», ρώτησε.

«Οι άνθρωποι είναι ευκολόπιστοι», είπε η Ήρα υποτιμητικά. «Θα πιστέψουν οτιδήποτε έχει να κάνει με εξουσία και δόξα».

«Ή ιστορίες από τη φτώχεια στα μεγαλεία, ειδικά αν περιλαμβάνουν γαργαλιστικά στοιχεία χυδαιότητας με με μυρωδιά σκανδάλου», πρόσθεσε η Θεοδώρα. «Πάρτε παράδειγμα την ‘Απόκρυφη Ιστορία’ του Προκοπίου, που την έχουν για ευαγγέλιο».

Ο Χασεκή τής χαμογέλασε πονηρά. «Α, ναι, γι’ αυτό… πάντα ήθελα να σε ρωτήσω…»

«Στους ανθρώπους επίσης αρέσουν οι θεωρίες συνωμοσίας, όπως αυτή που παρουσίασε ο Νικηφόρος Παλαιολόγος», διέκοψε ο Θουκυδίδης. «Για κάποιο λόγο, πάντα χρησιμοποιούν τέτοιες ιστορίες προς όφελός τους. Αν αφήναμε να υπάρχουν τα παιχνίδια για το Δεσποτάτο, δεν θα μου έκανε εντύπωση αν παρουσιαζόταν και κάποιος νέος διεκδικητής του βυζαντινού θρόνου. Σε δύσκολες εποχές, ένας τέτοιος απατεώνας θα μπορούσε να γίνει διάσημος στο λεπτό και να παρουσιαστεί ως ο σωτήρας που ανέμενε το έθνος».

«Και, στο μεταξύ, το κατάστημά μας θα μάζευε όλους τους παρανοϊκούς», πρόσθεσε ο Σουλεϊμάν. «Κι αυτοί που δεν χάφτουν τέτοιες ανοησίες θα μας θεωρούσαν συνενόχους στην απάτη. Έτσι, αντί να διδάσκουμε πραγματική ιστορία στα παιδιά με ψυχαγωγικό τρόπο, θα γινόμασταν κολλητοί μ’ αυτούς που επιδιώκουν να κάνουν την ιστορία εργαλείο για τις δικές τους φιλοδοξίες».

«Αυτός είναι και ο λόγος που αυτή η συλλογή παιχνιδιών δεν μπορούσε να υπάρχει δίπλα στις δικές μας», κατέληξε ο Μέγας Κωνσταντίνος. «Σε ό,τι μας αφορά, κάναμε τον κόσμο κι αυτό το κατάστημα λίγο καλύτερα, βγάζοντας το Δεσποτάτο της Μυκόνου από ανάμεσά μας. Η υπόθεση είναι τώρα στα χέρια σου, Σκαντζόχοιρε. Οι άνθρωποι θα φτάσουν εδώ σε μία ώρα. Τι πρόκειται να κάνεις;»

Ο Σκαντζόχοιρος σκέφτηκε προσεκτικά τις επιλογές του. Ήταν δεδομένο ότι ένα ψεύτικο ιστορικό παιχνίδι δεν είχε θέση στο κατάστημα κι έβρισκε εξοργιστικό που ο Νικηφόρος Παλαιολόγος επιδίωξε να τον εκμεταλλευτεί, ως τη μασκότ της εταιρείας, για να ακουστεί ο ίδιος. Την ίδια στιγμή, ήταν ένα γλυκούλι, μικρό κεραμικό ζωάκι κι ένιωθε πολύ άβολα με την ιδέα του φόνου. Αλλά: ήταν φόνος στ’ αλήθεια να σκοτώσει κανείς κάποιον που… δεν υπήρξε ποτέ;

«Πιστεύω ότι πρέπει να κρατήσουμε ό,τι έγινε μεταξύ μας», είπε τελικά. «Όμως, θέλω να μου υποσχεθείτε όλοι ότι, αν παρουσιαστεί ξανά τέτοιο ζήτημα, θα προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε, χωρίς να ξεκοιλιάζουμε κούκλες».

Τα παιχνίδια κούνησαν τα κεφάλια τους συμφωνώντας. «Πρέπει να τα μαζέψουμε αυτά, λοιπόν», συνέχισε ο Σκαντζόχοιρος. «Αλλά έχουμε ακόμα ένα πρόβλημα. Πώς θα γίνει να μη προσέξουν οι άνθρωποι ότι λείπει μια ολόκληρη συλλογή παιχνιδιών;»

Η Θεά των Όφεων χαμογέλασε. «Υπάρχει λύση γι’ αυτό, στο παιχνίδι μνήμης με τα ζώα και τα τέρατα της εποχής του χαλκού».

Όταν, μια ώρα αργότερα, έφτασαν οι άνθρωποι, το μαγαζί ήταν σε αρίστη κατάσταση και όλα τα παιχνίδια βρίσκονταν ακίνητα στα ράφια τους. Η υπεύθυνη του καταστήματος ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε. Έβγαλε ένα επιφώνημα καθώς πάτησε κάτι.

«Κοίτα», είπε στη συνεργάτιδά της. «Μια κάρτα με τον κατσικόμορφο δαίμονα από τις Μυκήνες είχε πέσει κάτω».

Από το ράφι του, ο Σκαντζόχοιρος έβλεπε τη λάμψη από το μαγικό ξόρκι που έπεφτε πάνω στις δύο γυναίκες. Ο δαίμονας έκλεισε το μάτι του στα υπόλοιπα παιχνίδια καθώς η υπεύθυνη έβαζε ξανά την κάρτα του στο κουτί. Ο Σκαντζόχοιρος αναστέναξε ανακουφισμένος. Οι άνθρωποι είχαν πια ξεχάσει όλα όσα νόμιζαν ότι ήξεραν για το Δεσποτάτο της Μυκόνου.

«Πρέπει να ήμασταν πολύ κουρασμένες χτες», είπε η συνεργάτιδα ξαφνικά. «Δεν προσέξαμε καν ότι είχαμε αφήσει άδειο ένα ολόκληρο ράφι». Έδειξε το κενό σημείο στη βιτρίνα όπου πριν υπήρχαν τα παιχνίδια του Δεσποτάτου.

Η υπεύθυνη κούνησε το κεφάλι της δυσαρεστημένη. «Τέτοια λάθη γίνονται όταν αρχάριοι ανοίγουν νέο κατάστημα. Ελπίζω ότι δεν το πρόσεξε και κανένας πελάτης. Ας ξαναφτιάξουμε τη βιτρίνα, λοιπόν. Αυτό το σημείο θα ήταν εξαιρετικό να βάλουμε το επιτραπέζιο ΚωνσταντινόPoly, τι λες κι εσύ;»

ΤΕΛΟΣ