0,00 EUR

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

0,00 EUR

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

Το Στέμμα των Αυτοκρατοριών

Η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε µια από τις σημαντικότερες πόλεις του μεσαιωνικού κόσµου, µε πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Υπήρξε πρωτεύουσα τριών διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής- Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 -1453), της Λατινικής (1204-1261) και της Οθωμανικής (1453-1922).

Κωνσταντίνος Π. Καλδής

Ο Κωνσταντίνος Π. Καλδής ήταν ορθόδοξος ιερέας από τη Λέσβο, πιθανότατα εκπαιδευμένος στην παραδοσιακή, μοναστηριακή τυπογραφία.

Παιχνίδια βασισμένα στο έργο του Κ. Π. Καλδή

«Θεωρία Κωνσταντινουπόλεως»

Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Κ. Π. Καλδή είναι η γκραβούρα της Κωνσταντινούπολης που έφτιαξε το 1851. Ξεχωρίζει από άλλες της ίδιας περιόδου εξαιτίας του θέματος που είναι κοσμικού ενδιαφέροντος.

Κωνσταντίνου Π. Kαλδή: Άπoψη της Kωνσταντινούπολης, 1851 Xαλκογραφία, 0,47 x 0,62 μ. Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού

Τα στοιχεία της γκραβούρας απηχούν έντονα τη σημασία της Κωνσταντινούπολης στον ελληνικό πολιτισμό αλλά και την πελατεία για την οποία προόριζε το έργο ο Καλδής. Η πόλη απεικονίζεται από την άποψη κάποιου που μπαίνει σ’ αυτήν από τα λιμάνια. Τα θαλάσσια περάσματα είναι γεμάτα με κάθε είδους πλοία, που θα ήταν πολύ γνώριμα στην εμπορική κοινότητα της Λέσβου. Η αρχική γκραβούρα έχει επιπλέον επιγραφές στα ελληνικά και στα οθωμανικά τουρκικά, δείχνοντας τον κοσμοπολιτισμό του επιδιωκόμενου κοινού. Η έμφαση που δίνεται, πάντως, στη θαλάσσια προσέγγιση της πόλης, μαζί με το γεγονός ότι ο Καλδής δεν έμεινε ποτέ για πολύ καιρό στην Κωνσταντινούπολη, μπορεί να εξηγήσει κάποιες προφανείς ανακρίβειες, όπως η απουσία του Μπλε Τζαμιού και η απεικόνιση του Ιπποδρόμου στο Φατίχ αντί για την πραγματική του θέση, ανατολικότερα.

Μπορείτε να θαυμάσετε την αρχική λιθογραφία στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα (ΓΕ 30411).

Antoine-Ignace Melling

Ως νεαρός καλλιτέχνης, ο Antoine-Ignace Melling (1763 - 1831) συνόδευσε τον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Έμεινε στην πόλη για 18 χρόνια.

Ο Antoine-Ignace Melling και η εποχή του

Ως νεαρός καλλιτέχνης, ο Antoine-Ignace Melling (1763 – 1831) συνόδευσε τον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με την αδελφή του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, Χατιτζέ, η οποία τον προσέλαβε ως αρχιτέκτονα της Αυλής. Έμεινε στην πόλη για 18 χρόνια.

Το λεύκωμά του Voyage pittoresque de Constantinople et des rives du Bosphore εκδόθηκε αμέσως μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, το 1803. Το έργο αυτό τον κατέστησε αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο των απεικονίσεων της οθωμανικής πρωτεύουσας, σε τέτοιο βαθμό που, το 2003, ο Τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ έγραφε στο έργο του Ιστανμπούλ, Πόλη και αναμνήσεις ότι ο Melling «είδε την πόλη σαν Κωνσταντινουπολίτης αλλά τη ζωγράφισε σαν Δυτικός με καθαρή ματιά».

«Καφενείο στο Τοπ Χανέ» – Antoine-Ignace Melling: Voyage pittoresque de Constantinople et des rives du Bosphore (Paris, 1819) – Getty Research Institute Vol. II

Οι γκραβούρες του Melling ξεχωρίζουν για την αισθητική τους αλλά και την προσοχή στη λεπτομέρεια. Περιλαμβάνουν τοπία και μνημεία, καθώς και στιγμιότυπα της καθημερινότητας, αποτυπώνοντας την εξοικείωσή του με την πόλη και την Αυλή.

Το βιβλίο του Melling, αν και σπάνιο, βρίσκεται σήμερα σε βιβλιοθήκες σε όλο τον κόσμο, ενώ πολλές από τις γκραβούρες του εκτίθενται σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Το βιβλίο βρίσκεται επίσης ψηφιοποιημένο στο archive.org, ευγενική χορηγία του Getty Research Institute.

Το Στέμμα των Αυτοκρατοριών

Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στην είσοδο του Κερατίου κόλπου, στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης «Βυζάντιον», αποικίας των Μεγαρέων από τον Βύζαντα το 657 π.Χ. Η θέση της στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με τη θάλασσα του Μαρμαρά ήταν μεγάλης γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας τόσο ως σηµείο ελέγχου της ναυσιπλοΐας µεταξύ Ευξείνου Πόντου και Μεσογείου όσο και ως σταυροδρόμι ανατολής και δύσης και αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα που καθόρισε τη μετέπειτα ιστορία της.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος µε την διαίρεση της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας σε Δυτική και Ανατολική, έλαβε το ανατολικό τµήµα και ίδρυσε ως πρωτεύουσά του την «Νέα Ρώµη» στην θέση του Βυζαντίου. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια ολοκληρώνονται τα βασικότερα έργα που θα έδιναν στη νέα πρωτεύουσα την αίγλη που της ταίριαζε και το 330 γίνονται τα εγκαίνια της νέας Ρώμης. Σύντομα επικράτησε η ονομασία Κωνσταντινούπολη, η πόλη του Κωνσταντίνου, την οποία και διατήρησε μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας [1930]. Έκτοτε φέρει το όνομα Ισταμπούλ (Istanbul).

Η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες πόλεις του μεσαιωνικού κόσμου, µε πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Υπήρξε πρωτεύουσα τριών διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής- Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 – 1453), της Λατινικής (1204 -1261) και της Οθωμανικής (1453 – 1922).

Η Πόλη εκτείνονταν στο τρίγωνο που σχηματίζει ο Κεράτιος Κόλπος, ο Βόσπορος και η Θάλασσα του Μαρµαρά. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της πόλης είχε ως βάση του τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά πρότυπα και κυρίως το πρότυπο της Ρώμης. Η πόλη πολύ σύντομα αποκτά προστατευτικό τείχος και στη συνέχεια δημιουργείται μεγάλο λιμάνι, ναοί, υδραγωγεία, το παλάτι και ο ιππόδρομος. Το παλάτι είναι το διοικητικό κέντρο και σε κοντινή απόσταση από αυτό βρίσκονται τα υπόλοιπα κρατικά κτήρια όπως το πρυτανείο, το καπιτώλιο και τα δικαστικά κτίρια αλλά και τα εργαστήρια και οι αποθήκες. Οι οικιστικές περιοχές διαιρούνταν σε 14 επιμέρους συνοικίες, γειτονιές. Οι οικονομικές λειτουργίες στηρίζονται και στους τρεις τομείς παραγωγής, στην γεωργία [καλλιέργειες σιτηρών και οπωροκηπευτικών], στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, [το νομισματοκοπείο και οι λιμενικές εγκαταστάσεις], καθώς και στις εγκαταστάσεις εμπορίου και αποθήκευσης προϊόντων. Η Πόλη αναπτύχθηκε ταχύτατα, το κέντρο της παλαιάς πόλης ονομάστηκε Αυγουσταίον, προς τιμή της μητέρας του Κωνσταντίνου και συνδέθηκε με το Μέγα Παλάτιον, τον Ιππόδρομο, με την νέα αγορά του Κωνσταντίνου από όπου ξεκινούσε η Μέση οδός, ο κύριος οδικός άξονας της πόλης και το κύριο εµπορικό κέντρο.

Στα χρόνια του Θεοδόσιου Β’ (408-450) η πόλη επεκτάθηκε προς τα δυτικά, ενισχύθηκε το αμυντικό σύστημα των τειχών και κατασκευάστηκαν χερσαία τείχη, γνωστά ως Θεοδοσιανά. Η Κωνσταντινούπολη έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή της κατά την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού Α’ (527-565) με πληθυσμό περίπου 500.000 κατοίκων και αποτελούσε ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό. Το πολεοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού ανέδειξε την πόλη ως χριστιανική πρωτεύουσα της οικουμένης. Ανεγέρθηκαν πολλά μοναστήρια και εκκλησίες και κορωνίδα όλων την Αγία Σοφία που βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Αυγουσταίου. Άρχισε ο σταδιακός εκχριστιανισμός του αστικού τοπίου και την θέση των ειδωλολατρικών μνημείων παίρνουν πλέον οι εκκλησίες.

Παρόλες τις επιδρομές που δέχτηκε η Κωνσταντινούπολη στους επόμενους αιώνες, 7ος-9ος, από τους Αβάρους, τους Άραβες, τους Βούλγαρους, τους Ρώσους και τα εσωτερικά προβλήματα, παρέμεινε σημαντικό οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό κέντρο. Στους επόμενους αιώνες η Κωνσταντινούπολη είναι η πλουσιότερη και μεγαλύτερη πόλη του γνωστού κόσμου, με εντυπωσιακά δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα, δεκάδες παλατιών και πάνω από 470 εκκλησίες και 95 µονές.

Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας είχε ολέθριες επιπτώσεις. Η λεηλασία της πόλης διήρκεσε αρκετές μέρες, οι καταστροφές και πυρπολήσεις, ναών, ανακτόρων, μνημείων την απογύμνωσαν από τους θησαυρούς της, πολλοί από τους οποίους μεταφέρθηκαν στη Δύση. Αν και επί Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259-82) ξεκίνησε ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης στοχεύοντας στην επιστροφή του πληθυσμού, στην άμυνα και στην αποκατάσταση της εικόνας της πόλης, η μοίρα της Πόλης όπως και της αυτοκρατορίας είχε προδιαγραφεί.

Το 1453 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Πόλης ξεκίνησε. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη, σηματοδοτείται η νέα αυτοκρατορία ως διάδοχος της Βυζαντινής και γίνεται σύμβολο του ισλαμικού πολιτισμού. Ο Μωάμεθ Β΄ ενισχύει τον πληθυσμό της πόλης με μετακινήσεις κατοίκων από άλλες περιοχές, ανοικοδομεί την ερειπωμένη Κωνσταντινούπολη, αποκαθιστά τα τείχη και ανεγείρει το παλάτι Τοπ Καπί, την επίσημη κατοικία του, στο κέντρο της πόλης. Το αρχιτεκτονικό ύφος της Πόλης σταδιακά αλλάζει και τη θέση των εκκλησιών παίρνουν μεγαλόπρεπα τζαμιά αποκτώντας τον χαρακτήρα μιας ιερής ισλαμικής πόλης. Η οθωμανική πόλη χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: το κέντρο της Κωνσταντινούπολης (Σταμπούλ) και τις τρεις περιοχές του Γαλατά, του Εγιούπ (Χάσια) και του Ουσκουντάρ (Σκούταρι). Η οθωμανική Κωνσταντινούπολη έφθασε στο απόγειο της αίγλης της επί Σουλεϊμάν Α΄[1494-1566]. επεδίωξε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη το κέντρο του Ισλαμικού πολιτισμού με μια σειρά έργων, όπως γέφυρες, τζαμιά, ανάκτορα και φιλανθρωπικά και κοινωνικά ιδρύματα. Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική έφτασε στο ανώτερο σημείο της με αντιπροσωπευτικό δείγμα το τζαμί Σουλεϊμανιγιέ. Η πόλη είχε πλέον μετατραπεί σε μια σημαντική πολιτιστική, πολιτική και εμπορική δύναμη.

Μετά την κατάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας η Κωνσταντινούπολη, αν και δεν είναι πια πρωτεύουσα του νέου τουρκικου κράτους, αποτελεί την μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, και σημαντικό οικονομικό, πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο της τουρκικού κράτους. Κυρίως όμως αποτελεί ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, ένα τόπο ιστορικής μνήμης, με σημαντικά μνημεία όπως η Αγία Σοφία, το Επταπύργιο, τα βυζαντινά τείχη, ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής, το ανάκτορο Τοπ Καπί, το τζαμί του Σουλεϊμάν και το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ.