0,00 EUR

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

0,00 EUR

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

Τόποι, χρόνοι και πολιτισμοί

Ο πολιτισμός της Ελλάδας είναι αποτέλεσμα μιας πορείας χιλιάδων χρόνων που χάνεται στα βάθη της προϊστορίας. Η γεωγραφική θέση της χώρας, την κατέστησε πολιτισμικό σταυροδρόμι.

Οι 7 οικογένειες της αρχαίας Ελλάδας

Οι πολιτισμοί της αρχαιότητας

Ο πολιτισμός της Ελλάδας είναι αποτέλεσμα μιας πορείας χιλιάδων χρόνων που χάνεται στα βάθη της προϊστορίας. Η γεωγραφική θέση της χώρας, την κατέστησε πολιτισμικό σταυροδρόμι και συνέβαλε στην άνθηση ενός πλούσιου πολιτισμού ο οποίος αφομοίωνε, ανάλογα την εποχή, περισσότερο ή λιγότερο, δημιουργικά τα σημαντικότερα επιτεύγματα των λαών με τους οποίους ερχόταν σε επαφή και ανέπτυξε την δική του αυτοτελή δυναμική δημιουργώντας μια ενιαία οντότητα που επηρέασε με τα επιτεύγματά της την γέννηση του δυτικού πολιτισμού.

Κυκλαδικός Πολιτισμός

Ο κυκλαδικός πολιτισμός (3200 – 1100 π.Χ.), ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς της Ευρώπης, αναπτύχθηκε στα νησιά των Κυκλάδων. Στο κέντρο των θαλάσσιων δρόμων επικοινωνίας του Αιγαίου, αναπτύσσουν την ναυσιπλοϊα και τη διακίνηση υλικών, αγαθώνκαι ιδεών. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της τέχνης της περιόδου είναι τα χαρακτηριστικά μαρμάρινα ειδώλια με τις έντονα σχηματοποιημένες μορφές.

Μινωική περίοδος / εποχή

Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, αναπτύχθηκε στην Κρήτη ο Μινωικός πολιτισμός, την 3η – 2η χιλιετία π.Χ., που πήρε το όνομά του από τον μυθικό βασιλέα Μίνωα. Η μινωική τέχνη, όπως εκφράστηκε στην μνημειακή αρχιτεκτονική, στις τοιχογραφίες, στην κεραμική, στην σφραγιδογλυφία και στα κοσμήματα χαρακτηρίζεται από ζωντάνια, κίνηση και χάρη, ενώ αντλεί τα θέματά της από την θρησκευτική ζωή, τη φύση, τα ζώα και τον κόσμο της θάλασσας.

Μυκηναϊκή περίοδος/ εποχή

Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, 1600-1100 π.X., αναπτύχθηκε στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο και πήρε το όνομά του από το σημαντικότερο κέντρο του τις Μυκήνες. Έβαλε τις ρίζες της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής θρησκείας. Η μυκηναϊκή τέχνη επηρεάστηκε από την μινωική ενώ παράλληλα διακρίνεται για τον πολεμικό και αγωνιστικό χαρακτήρα της θεματολογίας της.

Γεωμετρική περίοδος / εποχή

Ο πολιτισμός της Γεωμετρικής περιόδου, 1050- 750π.Χ., είναι συνδεδεμένος με τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που διαμορφώθηκαν εκείνη την εποχή. Την παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος όπου τα χαρακτηριστικά της ήταν η μετακίνηση πληθυσμών, η εγκατάλειψη των καλλιεργήσιμων εδαφών, ο μαρασμός του εμπορίου και της οικονομίας ενώ ο πρώτος αποικισμός συνέβαλε στην δημιουργία νέων κέντρων στον αιγαιακό χώρο.

Οι παλαιοί πολιτειακοί θεσμοί έδωσαν την θέση τους σε νέους: στο βασιλιά, στο συμβούλιο των γερόντων και στη συνέλευση των πολεμιστών. Η οικονομία επέστρεψε στον αρχαιότερο αγροτικό της χαρακτήρα και βασίστηκε στο καθεστώς του οίκου. Η βιοτεχνία υποχώρησε μιας και δεν υπήρχαν πλέον πλούσιοι πελάτες για να αγοράζουν τα είδη πολυτελείας με συνέπεια να περιοριστεί στην παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης. Τα κεραμικά αγγεία, χρηστικά στην πλειονότητά τους, κατασκευάζονται πλέον με πιο ευτελή υλικά. Η αρχιτεκτονική δεν έχει μνημειακό χαρακτήρα. Οι οικισμοί της γεωμετρικής περιόδου είναι αγροτικού χαρακτήρα με οικίες που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους [Πευκάκι Ευβοίας] και αστικού με πυκνοδομημένες οικίες όπως στη Ζαγορά της Άνδρου.

Πλαστική

Η πλαστική – γλυπτική της γεωμετρικής περιόδου δεν έδωσε μνημειακά έργα. Τα μόνα μεγάλων διαστάσεων έργα ήταν οι αμφορείς, οι κρατήρες και οι ορειχάλκινοι τριποδικοί λέβητες με ταφική και αναθηματική χρήση.
Τα ειδώλια, πήλινα και ορειχάλκινα, δεν αποδίδουν ανατομικές λεπτομέρειες παρά μόνο βασικά χαρακτηριστικά. Σταδιακά οι μορφές παίρνουν ένα καθαρά γεωμετρικό χαρακτήρα ως προς την απόδοση των αναλογιών και του σχήματος. Τα περισσότερα ειδώλια που σώζονται απεικονίζουν πολεμιστές, γυναικείες μορφές, είδη ζώων, αρματηλάτες, έφιππες γυναικείες μορφές και συμπλέγματα ανθρώπων και ζώων.

Κεραμική

Στην ζωγραφική βασικό διακοσμητικό θέμα είναι ο κύκλος, το ημικύκλιο, η τεθλασμένη γραμμή, ο ρόμβος, ο σταυρός, ο μαίανδρος και το ζατρίκιο. Παρατηρείται η αυστηρή οργάνωση της επιφάνειας των αγγείων. Αρχικά η διακόσμηση με ταινίες βρισκόταν στη βάση του αγγείου και σταδιακά κατέκτησε την μεγαλύτερη επιφάνεια του αγγείου. Γύρω στα 900π.Χ. εμφανίζεται σε απεικονίσεις η μορφή του αλόγου χωρίς όμως λεπτομέρειες. Και μετά το 800π.Χ. εμφανίζονται οι αφηγηματικές σκηνές της καθημερινής ζωής των ανθρώπων της γεωμετρικής περιόδου καθώς και σκηνές από το ζωικό βασίλειο. Ο πιο γνωστός ζωγράφος της περιόδου είναι ο ζωγράφος του Δίπυλου, μιας και είναι πλέον δυνατή η διάκριση του έργου των αγγειογράφων. Σημαντικά κέντρα παραγωγής κεραμικής ήταν η Αττική, η Κόρινθος και η Αργολίδα.

Αρχαϊκή περίοδος / εποχή

Κατά την διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου, 750 π.Χ. – 480 π.Χ., θεμελιώδεις κοινωνικές, πολιτειακές και οικονομικές αλλαγές προσδιόρισαντον ελληνικό πολιτισμό. Η οικονομία εξακολουθεί να είναι αγροτική ενώ σταδιακά αναπτύσσεται το εμπόριο και η ναυτιλία. Η ανάγκη εξασφάλισης τρόπου διαβίωσης για μεγάλο μέρος του πληθυσμού λόγω της αναδιανομής και τον κατακερματισμό των κλήρων, οδήγησε στον Β’ αποικισμό περίπου στα μέσα του 8ου αιώνα προς τη Δύση. Αυτό είχε άμεση συνέπεια στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας.

Η αλλαγή των οικονομικών συνθηκών οδήγησε σε κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Έτσι στη διάρκεια του 7ου και 6ου αιώνα π.χ. πραγματοποιήθηκε ο μετασχηματισμός της φυλετικής κοινωνίας σε πολιτική. Οι αιρετοί βασιλείς έγιναν κληρονομικοί και στη συνέχεια βαθμιαία παραμερίστηκαν από την άσκηση της εξουσίας. Παράλληλα οι ευγενείς στην καταγωγή και εξαιρετικοί πολεμιστές που διέθεταν και ανάλογα μεγάλη κτηματική περιουσία διεκδίκησαν την εξουσία. Το πολίτευμα από την βασιλεία πέρασε στην αριστοκρατία, σε μερικές περιπτώσεις στην τιμοκρατία (το τίμημα, η περιουσία που διέθετε καείς ήταν το κριτήριο ανόδου) και σε άλλες στην τυραννία.

Οι τέχνες γίνονται φορείς αλλαγών και καινοτομιών και συντελείται η μετάβαση από την αυστηρή σχηματικότητα της Γεωμετρικής περιόδου σε ένα περισσότερο φυσιοκρατικό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο. Ο 7ος αιώνας π.χ. , γνωστός και ως ανατολίζουσα περίοδος, παρουσιάζει έντονη επίδραση από την Ανατολή, με πολλά θέματα όπως ο γρύπας, η σφίγγα ή τα ανθέμια να δανείζονται από την αρχαϊκή τέχνη. Τα θέματα αυτά μεταπλάθονται και υπάρχει σαφής διάκριση στον χαρακτήρα των ελληνικών παραστάσεων από αυτών της Ανατολής.

Αρχιτεκτονική

Αρχές του 6ου αιώνα αποκρυσταλλώνεται η δομή ενός αρχαίου ελληνικού ναού, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Ηραίο της Σάμου, με πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Διαμορφώνονται επίσης και κάποιοι άλλοι τύποι κτηρίων όπως η θόλος [Ιερό προναίας Αθηνάς στου Δελφούς], οι θησαυροί [θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς] και η στοά: σήμα κατατεθέν της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής [Γυμνάσιο Ολυμπίας]
Δύο ρυθμοί χαρακτηρίζουν τα οικοδομήματα: ο ιωνικός και ο δωρικός με τις μεγαλύτερες διαφορές τους να συναντώνται στην ανωδομή και κυρίως στους κίονες και τα κιονόκρανα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο δωρικός ρυθμός χαρακτηρίζεται από λιτότητα, αυστηρότητα και στιβαρότητα ενώ ο ιωνικός από λεπτότητα.
Τα υλικά δομής των αρχιτεκτονικών κτηρίων συνεχίζουν να είναι ευτελή, τουλάχιστο για τις αρχές, όπως και στην προηγούμενη χρονική περίοδο.

Πλαστική – Γλυπτική

Η πλαστική, γλυπτική και η μικροτεχνία του 7ου και 6ου αιώνα π.χ. ονομάζεται δαιδαλική- αρχαική. Κύρια γνωρίσματα της είναι:

α) ο νόμος της μετωπικότητας, η αυστηρή δηλαδή οργάνωση με βάση τον νοητό κατακόρυφο άξονα που διαπερνά το κέντρο των μορφών και τις χωρίζει σε δύο ίσα ακριβώς μέρη

β) η τυποποίηση, δηλαδή τα θέματα και οι μορφές είναι τυποποιημένες όπως η απόδοση του προσώπου με χαμηλό μέτωπο, οι αυστηρά τοποθετημένοι οφθαλμοί και στόμα

γ) η σχηματοποίηση, τα επιμέρους χαρακτηριστικά αποδίδονται σχηματικά

δ) η διακοσμητικότητα, οι γλύπτες χρησιμοποιούν διακοσμητικά στοιχεία για την απόδοση σχημάτων.

Διακρίνουμε τρία είδη αγαλμάτων:

  1. Οι γυναικείες όρθιες μορφές, οι κόρες, έχουν την ίδια στάση φορούν τα ίδια ενδύματα, την ίδια σχεδόν κόμμωση και κρατούν τα ίδια αντικείμενα. Αναπαράγεται δηλαδή μια γυναικεία μορφή, νεαρή σε ηλικία, καλοντυμένη και με πλούσια κοσμήματα που πιθανότατα απεικονίζει το κοινωνικό πρότυπο και ιδεώδες της εποχής. Τον 6ο αιώνα οι κόρες αποδίδονται με ιωνικό χιτώνα, και διαφέρουν σημαντικά στη στάση και ο τύπος δεν είναι πλέον αυστηρά καθορισμένος (θεά του Βερολίνου, Ήρα του Χηραμύη). Το γνωστό «αρχαϊκό μειδίαμα» που διέπει όλες τις αναπαραγόμενες αρχαϊκές μορφές διαπιστώνεται καταρχήν στις κόρες (κόρη του Ευθυδίκου από την Ακρόπολη) και λιγότερο στις ανδρικές μορφές.
  2. 2. Τα όρθια ανδρικά αγάλματα, οι κούροι, αποδίδουν ανδρικές μορφές σε όρθια στάση που προσεγγίζουν τη φυσική μορφή και αποτυπώνουν προφανώς και αυτά τα πρότυπα της εποχής τους. Σταδιακά, περισσότερο στις κόρες και λιγότερο στους κούρους, ο γλύπτης διαφοροποιεί το αυστηρό πλαίσιο της ακινησίας.
  3. Οι καθιστές μορφές, σπανιότερα ανδρικές και κυρίως γυναικείες, αποδίδονται καθισμένες σε θρόνο, σύμβολο εξουσίας, και αποδίδουν άτομα με κύρος ή των οποίων η ενασχόληση είναι συνυφασμένη με το κάθισμα (π.χ. γραφέας).
    Η καθιστή γυναικεία μορφή αποτελεί ίσως τον παλαιότερο τύπο της μνημειακής αρχαίας ελληνικής πλαστικής (καθιστή θεά της Γόρτυνας).

Τέλος, η αρχαϊκή γλυπτική παρίστανε και πολλά τελείως φανταστικά και μυθολογικά όντα που ήταν εμπνευσμένα από την τέχνη της Ανατολής, όπως οι σφίγγες, ενώ άλλα ήταν προσωποποιήσεις αφηρημένων εννοιών, όπως η Νίκη και είχαν ελληνικό χαρακτήρα.

Μια ιδιαίτερη κατηγορία γλυπτών αποτελούν τα αρχιτεκτονικά γλυπτά, συνήθως από μάρμαρο, με ολόγλυφες ή έξεργες μορφές, σε αετώματα, μετώπες και ζωφόρους, και τα οποία υπακούουν στους ίδιους νόμους με την ελεύθερη γλυπτική. Από τα πιο γνωστά αετώματα είναι το δυτικό από το ναό της Αρτέμιδος – Γοργούς στη Κέρκυρα και στην Ακρόπολη της Αθήνας με τον πώρινο τρισώματο δαίμονα. Από τις σωζόμενες μετώπες το γνωστότερο σύνολο αποτελούν οι προερχόμενες από το μονόπτερο των Σικυωνίων στους Δελφούς. Ενώ αρχαϊκές ζωφόροι προέρχονται από ιωνικού ρυθμού οικοδομήματα από την Μικρά Ασία όπως από το Αρτεμίσιο στην Έφεσο.

Κεραμική

Η Κόρινθος αποτελεί το σημαντικότερο κεραμικό εργαστήριο ως προς την ποιότητα, την τεχνική και τον όγκο παραγωγής. Τα ανατολικά διακοσμητικά θέματα όπως ο ρόδακας και οι σπείρες κάνουν την εμφάνιση τους πάνω σε αρύβαλλους (αγγείο σφαιρικού σχήματος και μικρών διαστάσεων για το εμπόριο αρωματικών ελαίων) χαρακτηριστικό σχήμα της κορινθιακής παραγωγής. Η διακόσμηση γίνεται με την τεχνική του περιγράμματος. Παράλληλα καθιερώνεται και ο μελανόμορφος ρυθμός, δηλαδή οι μορφές καλύπτονται με μελανό γάνωμα και πάνω σε αυτό χαράσσοντα οι λεπτομέρειές της. Οι παραστάσεις σταδιακά γίνονται πολυπρόσωπες και είναι εμπνευσμένες από τη μυθολογία. Την ίδια τεχνική δανείζονται και οι αγγειογράφοι της Αττικής που είναι το δεύτερο σε παραγωγή κέντρο της περιόδου. Τα σχήματα που προτιμούν οι αγγειοπλάστες της Αττικής είναι ο αμφορέας, ο ωοειδής κρατήρας η λουτροφόρος κ.λπ. Άλλα κέντρα παραγωγής κεραμικής ήταν οι Κυκλάδες, η Εύβοια, η Λακωνία και η Βοιωτία.

Στην αρχαϊκή εποχή αναγνωρίζεται πλέον ονομαστικά ο αγγειογράφος, είτε γιατί έχει υπογράψει ο ίδιος τα έργα του, είτε γιατί η έρευνα του έχει αποδώσει ένα συμβατικό όνομα στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν: ο ζωγράφος του Νέσσου (ο αμφορέας του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο παριστάνει την πάλη του Ηρακλή με τον Κένταυρο Νέσσο), ο Κλειτίας και ο Εργότιμος όπου ο πρώτος υπογράφει ως αγγειογράφος και ο δεύτερος ως αγγειοπλάστης με γνωστότερο έργο τους τον Κρατήρα Φρανσουά που βρίσκεται στο Μουσείο της Φλωρεντίας και ο Εξηκίας που θεωρείται σπουδαίος αγγειογράφος με μεγαλόπρεπο ύφος και δραματικά θέματα όπως σε ένα αμφορέα του στην Βουλώνη όπου εικονίζεται η αυτοκτονία του Αίαντα.
Περίπου στο 525 π.Χ. στην Αθήνα, ο ζωγράφος του Ανδοκίδη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την ερυθρόμορφη τεχνική στη διακόσμηση των κεραμικών αγγείων. Οι μορφές των παραστάσεων διατηρούν το κοκκινωπό χρώμα του πηλού και το βάθος της παράστασης βάφεται μαύρο, πρόκειται δηλαδή για την αντίστροφη τεχνική από αυτή των μελανόμορφων αγγείων. Η χρήση αυτής της τεχνικής δίνει την δυνατότητα στους καλλιτέχνες να εμφανίζουν τις μορφές με περισσότερο όγκο και μεγαλύτερη ελευθερία στην απόδοση λεπτομερειών. Μάλιστα για ένα διάστημα χρησιμοποιούνται παράλληλα και οι δύο τεχνικές, μελανόμορφη και ερυθρόμορφη, πριν την ολοκληρωτική εξαφάνιση της πρώτης. Πρωτοπόροι της ερυθρόμορφης τεχνικής είναι οι αγγειογράφοι όπως ο Ευθυμίδης, ο Ευφρόνιος, ο Σμίκρος κ.α. Ενώ της ώριμης πλέον φάσης του ερυθρόμορφου ρυθμού είναι ο ζωγράφος του Κλεοφράδη, ο ζωγράφος του Βερολίνου, ο Μάκρων, ο Δούρις κ.α.

Κλασική περίοδος / εποχή

H γέννηση του κλασικού πολιτισμού, 5ος και 4ος π.Χ., έχει τις ρίζες της στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτειακές αλλαγές που έλαβαν χώρα κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Η Αθήνα πλέον κυριαρχεί και στην πνευματική – καλλιτεχνική ζωή της εποχής και οδηγεί στην διαμόρφωση της κλασικής τέχνης, διαχρονικής σε αξία και ισχύ, που χαρακτηρίζεται από το μέτρο, την αρμονία, το κάλλος, τον εσωτερικό δυναμισμό και την συμμετρία, αποφεύγοντας κάθε υπερβολή.

Αρχιτεκτονική

Ο δωρικός ρυθμός έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί και δίνει λαμπρά παραδείγματα όπως ο Παρθενώνας, το Ηφαιστείο και ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Ιδιαίτερα ο Παρθενώνας που αρχίζει να χτίζεται το 447 π.Χ., έργο του Ικτίνου και του Καλλικράτη, αποτελεί την «κλασική» έκφραση της εποχής του. Είναι κτισμένος ολόκληρος από πεντελικό μάρμαρο με μια αρχιτεκτονική ιδιομορφία, την ύπαρξη ζωφόρου εξωτερικά στο πάνω μέρος των τοίχων του σηκού. Με συνολικό μήκος 160 μέτρων, η ζωφόρος αποδίδει ανάγλυφα την πομπή των Παναθηναίων και την παράδοση του πέπλου της θεάς. Στην ουσία, συγχρόνως με την παρουσίαση της πομπής, κορυφαίου γεγονότος της αθηναϊκής κοινωνίας, παρουσιάζει και τις φάσεις της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της. Οι 92 ανάγλυφες μετώπες του ναού αποδίδουν μυθολογικά θέματα: στα ανατολικά την Γιγαντομαχία, στα δυτικά την Αμαζονομαχία, στα νότια την Κενταυρομαχία και στα βόρεια την άλωση της Τροίας. Τα αετώματα , με ολόγλυφες μορφές, αποδίδουν την γέννηση της Αθηνάς στο ανατολικό και την διαμάχη της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για την προστασία της πόλης, στο δυτικό. Μέρος των μορφών των αετωμάτων, της ζωφόρου και πολλές μετώπες, γνωστά και ως «ελγίνεια μάρμαρα», βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο ως αποτέλεσμα της αρπαγής τους (1800-1812) από τον λόρδο Ελγιν.

Τα οικοδομήματα του ιωνικού ρυθμού της εποχής είναι μικρότερων διαστάσεων από τα δωρικά και χαρακτηρίζονται για την κομψότητά τους και τον πλούσιο γλυπτό διάκοσμό τους όπως ο ναός της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη της Αθήνας ή το Ερέχθειο.

Πλαστική – Γλυπτική

Από το 480 – 450 π.Χ. την πλαστική χαρακτηρίζει ένας νέος ρυθμός, ο αυστηρός. Το αυτάρεσκο αρχαϊκό μειδίαμα των μορφών αντικαθίσταται από μια σοβαρή και αυστηρή έκφραση. Το πρόσωπο αποκτά μεγαλύτερη πλαστική οντότητα και δημιουργείται η αίσθηση της κίνησης με την στήριξη στο ένα σκέλος και την προβολή του άλλου λυγισμένου ελαφρά στο γόνατο. Οι γυναίκες φορούν πέπλο και το σώμα συγκαλύπτεται. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι: το παιδί του Κριτία, το σύνταγμα του Αρμόδιου και Αριστογείτονα, η Αθηνά του Ευήνορα.

Η γλυπτική της ώριμης φάσης σηματοδοτείται από το έργου του Φειδία, του Μύρωνα και του Πολύκλειτου με εξαιρετικής τέχνης δημιουργίες όπως τα γλυπτά του Παρθενώνα για τον Φειδία, ο δισκοβόλος του Μύρωνα που σώζεται σε αντίγραφα και ο Δορυφόρος του Πολύκλειτου.

Η προσπάθεια για την απόδοση του τρισδιάστατου χώρου στην γλυπτική κατακτάται τον 4ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με τον Λύσιππο από την Σικυώνα. Το διασημότερο έργο του, ο «Αποξυόμενος» θεωρείται ορόσημο της ελληνικής πλαστικής μιας και ο θεατής μπορεί να θαυμάσει, την μορφή του αθλητή που βγάζει με την στλεγγίδα από πάνω του την σκόνη, από περισσότερες από μια οπτικές γωνίες. Άλλος σημαντικός εκπρόσωπος του 4ου αιώνα π.χ. είναι ο Πραξιτέλης γιός του Κηφισόδοτου του οποίου οι μορφές έχουν χαρακτηριστικό τη σιγμοειδή κάμψη του κορμού (Απόλλων σαυροκτόνος). Είναι αυτός που καθιερώνει με τις γυμνές Αφροδίτες (Αφροδίτη της Κνίδου) τον αισθησιασμό στην αρχαία ελληνική τέχνη.

Κεραμική

Στην κεραμική την ίδια περίοδο με τον αυστηρό ρυθμό της πλαστικής εμφανίζεται ο πρώιμος ελεύθερος ρυθμός όπου εγκαταλείπονται οι αρχαϊκές συμβατικότητες και επιλέγεται μια πιο ελεύθερη απόδοση των μορφών. Οι παραστάσεις τείνουν να αποκτήσουν βάθος οι καλλιτέχνες παίζουν με τις δυνατότητες της σκίασης. Γνωστοί ζωγράφοι ήταν ο ζωγράφος της Πενθεσίλειας, ο ζωγράφος των Νιοβιδών και ο ζωγράφος του Πανός. Στα χρόνια που ακολουθούν και αντιστοιχούν στην εποχή του Περικλή, δεσπόζει ο ελεύθερος ή ωραίος ρυθμός (450 – 420 π.Χ.). Οι μορφές έχουν μεγαλύτερη ενότητα, οι συνθέσεις είναι πιο ελεύθερες και χρησιμοποιούνται επιχρίσματα για την απόδοση της σκιάς. Οι πιο γνωστοί ζωγράφοι της εποχής αυτής είναι ο ζωγράφος του Αχιλλέα, ο ζωγράφος της Ερέτριας κ.ά.

Η επόμενη φάση της κεραμικής δημιουργίας, μεταξύ 420 – 390 π.Χ., προδίδει ένα ανέμελο και ειδυλλιακό χαρακτήρα στις παραστάσεις και ερμηνεύεται ίσως σαν την προσπάθεια των αθηναίων να ξεφύγουν από την πραγματικότητα του Πελοποννησιακού πολέμου.

Τον 4ο αιώνα π.χ. η λιτότητα των συνθέσεων έχει παραχωρήσει τη θέση της στο πομπώδες στην κεραμική τέχνη της Αττικής και προϊδεάζουν για την τέχνη της ελληνιστικής εποχής.

Ελληνιστική περίοδος / εποχή

Η ελληνιστική περίοδος, 323 – 30 π.Χ., χαρακτηρίζεται από κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που διαμορφώθηκαν με τα κράτη που προέκυψαν από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την εμφάνιση νέων οικονομικών και πνευματικών κέντρων στην Ανατολή. Οι διαρκείς πολεμικές αναμετρήσεις, η αύξηση της πειρατείας, το χαμηλό κόστος εργασίας, η αύξηση των δούλων, η μετακίνηση των οικονομικών και πολιτικών κέντρων από την κυρίως Ελλάδα στα νέα βασίλεια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής περιόδου. Στη θέση του υπεύθυνου πολίτη της πόλης κράτους τώρα βρίσκεται ο υπήκοος των ελληνιστικών βασιλείων, που είναι πολυεθνικά, με πολλές και διαφορετικές γλώσσες, έθιμα, και θρησκείες Τα πάντα ρυθμίζονται από τον μονάρχη. Η συσσώρευση πλούτου στα χέρια των ηγεμόνων τους δίνει την δυνατότητα να χρηματοδοτούν μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά έργα και να συντηρούν κύκλους ανθρώπων του πνεύματος.

Οι μνημειακές διαστάσεις των αρχιτεκτονημάτων, η έμφαση στο διακοσμητικό στοιχείο, η απόδοση των μορφών με έντονα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά καθώς και η ανάπτυξη της μικροτεχνίας χαρακτηρίζουν την τέχνη της περιόδου.

Αρχιτεκτονική

Την ελληνιστική εποχή συνηθίζονται και οι τρεις ρυθμοί της ελληνικής αρχιτεκτονικής: δωρικός, ιωνικός και κορινθιακός σε πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς και συνθέσεις. Τα μεγέθη και οι αναλογίες των οικοδομημάτων αλλάζουν. Τα λιτά οικοδομήματα της κλασικής περιόδου αντικαθίστανται με πομπώδη. Από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους της εποχής ήταν ο Ερμογένης ο οποίος υπήρξε και ο εμπνευστής των ψευδοδίπτερων ιωνικών ναών.

Η ελληνιστική αρχιτεκτονική κατακτά την ανέγερση αρχιτεκτονικών συνόλων με ενιαία αντίληψη του χώρου στην θέση των μεμονωμένων οικοδομημάτων όπως το ιερό της Λινδίας Αθηνάς στη Ρόδο.

Πλαστική – Γλυπτική

Στην ελληνιστική πλαστική παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην τεχνοτροπία και στην θεματολογία. Υπάρχει μια στροφή σε θέματα της καθημερινής ζωής και σε ειδυλλιακού χαρακτήρα ιδιωτικά θέματα. Προβάλλονται τα εξατομικευμένα στοιχεία του ανθρώπου και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στη στροφή προς το πορτραίτο αγάλματος. Τα γλυπτά δεν έχουν μόνο θρησκευτικό χαρακτήρα αλλά και θρησκευτικό. Η αποδόσεις των θεών έχουν χαρακτήρα πομπώδη και ανθίζουν τα συμπλέγματα μορφών. Τα κέντρα της ελληνιστικής γλυπτικής βρίσκονται στις πόλεις της Ανατολής και στα νησιά όπως στην Πέργαμο στην Αλεξάνδρεια, στη Ρόδο, στη Δήλο. Ειδικά στην πρώιμη περίοδο της ελληνιστικής γλυπτικής απουσιάζει το άνοιγμα στο χώρο τω μορφών και η κύρια όψη τους είναι σχεδόν μετωπική όπως στον ανδριάντα του Δημοσθένη έργο του Πολύευκτου (γύρω στα 280 π.Χ.). Η μέση φάση της χαρακτηρίζεται από μορφές και συμπλέγματα που έχουν τρισδιάστατο χαρακτήρα όπως το άγαλμα της «Τραγωδίας» από την Πέργαμο ή η «Νίκη» της Σαμοθράκης. Ενώ στην ώριμη φάση της η ελληνιστική γλυπτική διέπεται από το δραματικό και γεμάτο πάθος στοιχείο όπως η ζωφόρος της Γιγαντομαχίας του βωμού του Διός στην Πέργαμο. Η ύστερη φάση αντιπροσωπεύεται στην ουσία από την έκφραση τριών τάσεων με πιο αντιπροσωπευτική την κλασικιστική, στην Αφροδίτη της Μήλου, σήμερα στο Λούβρο (μέσα 2ου αιώνα π.Χ.). Η δεύτερη τάση εκπροσωπείται από θεματολογία πιο χαριτωμένη όπου οι μορφές και τα συμπλέγματα δημιουργούν φυγόκεντρες τάσεις σε σχέση με τον κατακόρυφο άξονα της σύνθεσης όπως για παράδειγμα ο αναβάτης του Αρτεμισίου (140 – 130 π.Χ.) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τέλος η τρίτη τάση χαρακτηρίζεται από κινήσεις των μελών του σώματος των αγαλμάτων κι των συμπλεγμάτων προς το κέντρο του άξονα.

Κεραμική

Η κεραμική των ελληνιστικών χρόνων δεν διαθέτει την ποιότητα της ερυθρόμορφης κεραμικης της κλασικής περιόδου. Χαρακτηριστικά είναι τα αγγεία γνωστά ως «μεγαρικοί σκύφοι» δηλαδή τα ανάγλυφα κύπελλα με φυτική απεικόνιση με βασικό κέντρο παραγωγής τους τα Μέγαρα. Άλλες δημιουργίες προέρχονται από την Αθήνα, με γραπτά αγγεία με φυτικά και γεωμετρικά διακοσμητικά θέματα με λευκό και κιτρινωπό χρώμα πάνω σε μελαμβαθή επιφάνεια. Διακοσμητικός είναι ο χαρακτήρας και των άλλων ρυθμών που προέρχονται από την Ιταλία με πολυχρωμίες και εικονιστική θεματολογία.

Μεγάλη Ζωγραφική – Ψηφιδωτά

Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε η μεγάλη ζωγραφική κατά τους ελληνιστικούς χρόνους με καλύτερη προοπτική απόδοση των παραστάσεων. Ότι σώζεται από την εποχή αυτή είναι οι παραστάσεις σε μακεδονικούς τάφους και οι γραπτές επιτύμβιες στήλες της Δημητριάδος. Από τα πιο χαρακτηριστικά είναι οι παραστάσεις στη πρόσοψη του μακεδονικού τάφου των Λευκαδίων στην Νάουσα.

Επίτευγμα της τέχνης του ψηφιδωτού την ελληνιστική εποχή είναι η τεχνική «opus tesselatum» όπου οι παραστάσεις δημιουργούνται από κυβικές ψηφίδες από λίθι, γυαλί ή ψημένο πηλό. Η τεχνική αυτή επέτρεψε την μεγαλύτερη χρωματική ποικιλία. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η επιδαπέδια παράσταση του Διονύσου πάνω σε πάνθηρα στην οικία των Προσωπείων στη Δήλο.

Αττική Μπιρίμπα

Οι αιώνες κάτω από τον αττικό ουρανό

Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας σχηματίζεται η ορεινή χερσόνησος της Αττικής που εισέρχεται στο Αιγαίο πέλαγος και μαζί με τα νησιά του Αργοσαρωνικού διαμορφώνει μια από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας. Οι ορεινοί όγκοι του Κιθαιρώνα, της Πάρνηθας, της Πεντέλης και του Υμηττού μαζί με την εύφορη πεδιάδα των Μεσογείων διαμορφώνουν το ιδιαίτερο φυσικό τοπίο της Αττικής το οποίο και αποτέλεσε μια φυσική και ιστορική ενότητα στο διάβα των αιώνων, άρρηκτα συνδεδεμένη στην εξέλιξή της με την Αθήνα.

Η ιστορία της Αθήνας χάνεται στα βάθη της μυθολογίας. Δύο θεοί διεκδίκησαν την πόλη και προσέφεραν τα δώρα τους για να κερδίσουν την εύνοια και εμπιστοσύνη των κατοίκων της, Η Αθηνά και ο Ποσειδώνας. Η πρώτη προσέφερε την ελιά και ο θεός της θάλασσας το νερό, οι Αθηναίοι προτίμησαν την ελιά και από τότε γέμισε ελιές η Αττική.

Αρχαιότητα

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες αποδεικνύουν κατοίκηση της Αττικής ήδη από την νεολιθική εποχή με σημαντικές θέσεις όπως στην Ακρόπολη των Αθηνών, στον Μαραθώνα, στη Ν. Μάκρη, στη Ραφήνα ή στη Βραυρώνα. Πολλές από αυτές τις θέσεις γνώρισαν μεγάλη ακμή κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους και στη συνέχεια γίνονται δήμοι του αθηναϊκού κράτους. Η πρώτη βεβαιωμένη κατοίκηση της Αθήνας χρονολογείται το 3500 – 3200 π.Χ. στην περιοχή του βράχου της Ακρόπολης, στη βόρεια και νότια κλιτύ της Ακρόπολης καθώς και στα δύο μικρά σπήλαια πάνω από το θέατρο του Διονύσου και της αρχαίας αγοράς. Είναι πιθανό να κατοικείτο και η περιοχή στο λόφο του ναού του Ολυμπίου Διός που ισοπεδώθηκε για να χτιστεί ο ναός. Σταδιακά η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε πλήθος θέσεων της ύστερης νεολιθικής περιόδου και της εποχής του χαλκού: Θορικός, Άγ. Κοσμάς, Ελευσίνα, Μενίδι, Μαρκόπουλο, Σπάτα, Αφίδναι. Ήδη την εποχή του χαλκού φαίνεται ότι υπήρχαν σχέσεις των οικισμών με τα κοντινά νησιά του Αργοσαρωνικού όπως την Αίγινα ή την Κέα. Από την μέση εποχή του χαλκού (2000 – 1600 π.Χ.) η δόμηση της Αθήνας γίνεται πυκνότερη και επεκτείνεται και στον χώρο που βρίσκεται η αρχαία αγορά. Οι σχέσεις με τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες, αλλά και την Πελοπόννησο πυκνώνουν και φανερώνουν εμπορικές σχέσεις. Στην ύστερη εποχή του χαλκού (1600 – 1100 π.Χ.) η Αθήνα και οι οικισμοί της Αττικής αποκτούν μυκηναϊκό χαρακτήρα. Στην Ακρόπολη κατοικεί ο ηγεμόνας και η άρχουσα τάξη. Το δεύτερο μισό 13ου αιώνα π.Χ. κατασκευάζεται το κυκλώπειο «πελασγικό» τείχος στην ακρόπολη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μιλούν για μια εποχή ευημερίας όπως άλλωστε φανερώνουν τα τρία σημεία κατοίκησης των Αθηνών με την εξάπλωση κατοικιών και στο νότιο τμήμα της πόλης αλλά και τα τρία νεκροταφεία της. Δημιουργούνται μετά το 1300 π.Χ. νέοι παράκτιοι οικισμοί: αλυκή Βούλας, Βάρκιζα, Φάληρο και σηματοδοτούν την πρώτη φάση εξάπλωσης του μυκηναϊκού κόσμου στο Αιγαίο. Με το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου η Αθήνα και η Αττική όπως και όλα τα αντίστοιχα κέντρα παρακμάζουν.

Για την γεωμετρική περίοδο 900 – 750/700 π.Χ. δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες. Συνεχίζει η συστηματική κατοίκηση στην βόρεια πλευρά της Ακρόπολης των Αθηνών από την αρχαία αγορά μέχρι το Δίπυλο. Η ακρόπολη των Αθηνών, οχυρό και μυκηναϊκό ανάκτορο μέχρι εκείνη τη στιγμή, μετατρέπεται σε θρησκευτικό κέντρο. Είναι ο Ιερός βράχος τω Αθηναίων, χρήση που διατηρεί μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα. Τον 8ο αιώνα οι διάφορες κοινότητες της Αττικής συνενώθηκαν με κέντρο την Αθήνα και δημιούργησαν την πόλη κράτος, την οποία σύμφωνα με τον μύθο ήταν δημιούργημα του Θησέα. Επανέρχεται η γραφή έπειτα από 5 αιώνες όπως μας φανερώνει μια υστερογεωμετρική οινοχόη του 730 π.Χ. από τον Κεραμικό. Φαίνεται ότι στο τέλος του 8ου αιώνα η Αττική βίωσε μια περίοδο ανομβρίας με σημαντικές επιπτώσεις στην ζωή των ανθρώπων. Δεν έλαβε μέρος στον Α’ αποικισμό.

Η αρχαϊκή εποχή (800 – 479 π.Χ.) βρίσκει την Αθήνα με έντονες πολιτειακές συγκρούσεις. Ο 6ος αιώνας π.Χ. σηματοδοτείται από τις αλλαγές που επέφερε η νομοθεσία του Σόλωνα όπως η διάκριση των πολιτών με βάση το εισόδημα, η εκπροσώπηση των πιο φτωχών πολιτών στην εκκλησία του δήμου, η διαγραφή χρεών, ο αναδασμός της γης. Με βάση το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα η Αγορά, κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, μεταφέρεται ανάμεσα στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού, του Άρειου πάγου και του Ηριδανού δηλαδή στη σημερινή της θέση. Την ίδια μάλιστα περίοδο αρχίζει και η εκμετάλλευση των αργυρωρυχείων του Λαυρίου και δημιουργείται ένα από τα παλαιότερα θρησκευτικά κτίρια της Αττικής: ο κεντρικός θάλαμος στο ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα.

Την περίοδο της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών ευνοούνται οι τέχνες κι τα γράμματα ενώ έγιναν και πολλά οικοδομικά έργα: Χτίζεται πρώιμος ναός στην Βραυρώνα στη θεά Άρτεμη, ο Ναός Ολυμπίου Διός ξεκινά να χτίζεται κ.α. Καθώς και έργα ύδρευσης όπως η Εννεάκρουνος κρήνη.

Το 508 π.Χ. ο Κλεισθένης θέτει τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, Θεσπίζει νέο σύστημα φυλών και δήμων της Αττικής και καθιερώνει το Συμβούλιο των Πεντακοσίων (Βουλή). Την περίοδο 490 – 479 π.Χ. η Αθήνα και κατά συνέπεια η Αττική αντιμετώπισαν την επίθεση των Περσών που εκστράτευσαν εναντίον των ελληνικών πόλεων (Μάχη Μαραθώνα, Ναυμαχία Σαλαμίνας).

Το διάστημα των πενήντα χρόνων από το τέλος των Περσικών Πολέμων (479 π.Χ.) μέχρι την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.) η πόλις – κράτος των Αθηνών βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Με τον Περικλή ως ηγέτη η Αθήνα, εξαιρετικά ενισχυμένη ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, γνωρίζει μέρες μεγάλης οικονομικής ευμάρειας, πολιτικής σταθερότητας, πνευματικής και καλλιτεχνικής άνθησης με αποτέλεσμα η «κλασική» Αθήνα να αναδειχθεί σε παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.

Ο πελοποννησιακός πόλεμος, 431 – 404 π.Χ., η αντιπαράθεση Αθηναίων και Σπαρτιατών, ενέπλεξε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις σε ένα ολέθριο πόλεμο και έληξε με την ήττα των Αθηνών. Τα χρόνια που ακολούθησαν ανατρέπεται το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων και αποκαθίσταται η Δημοκρατία.

Η μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και η ήττα των Αθηναίων και των Θηβαίων από τον Φίλιππο Β’ τον Μακεδόνα επιτρέπει την κυριαρχία των Μακεδόνων στον νότιο ελλαδικό χώρο. Εντούτοις, την ίδια περίοδο στην Αθήνα, ο άρχοντας Λυκούργος πετυχαίνει την οικονομική της ανάκαμψη και μάλιστα διαπιστώνεται και οικοδομική δραστηριότητα σημαντική. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου και την έντονη αντιμακεδονική δράση των Αθηναίων ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση

Η καταστροφή των Αθηνών από τον Σύλλα το 86 π.Χ., υπήρξε καίριο πλήγμα για την πόλη. Αλλά αμέσως μετά η Αθήνα μπαίνει σε μια περίοδο ανασυγκρότησης και στους αιώνες που ακολουθούν ανακτά την αρχαία της λαμπρότητα. Ιδιαίτερα κατά τον 2ο αιώνα η πόλη επεκτείνεται και μια πλειάδα έργων, υδραγωγεία, δρόμοι, γέφυρες, ναοί, βιβλιοθήκη, οικοδομούνται χάρη στην ευεργετική επέμβαση του Ηρώδη του Αττικού και του αυτοκράτορα Αδριανού.

Το 53 μ.Χ. επισκέφθηκε την Αθήνα ο απόστολος Παύλος, ενώ ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. καταγράφει τα μνημεία της και μας περιγράφει μια εξαιρετική πόλη. Η εικόνα αυτή ανατράπηκε με την εισβολή των Ερούλων το 267. Εισέβαλαν στην Αττική, κατέλαβαν την Αθήνα, τη λεηλάτησαν και την πυρπόλησαν. Οι συνέπειες ήταν τρομακτικές: η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά και μόνο η Ακρόπολη διέφυγε την καταστροφή. Παρά τα πλήγματα που είχε υποστεί, η πόλη τον 4ο αιώνα έχει γίνει και πάλι σπουδαίο παιδευτικό κέντρο, λειτουργούν οι φιλοσοφικές σχολές, διδάσκουν ξακουστοί φιλόσοφοι, όπως ο Λιβάνιος, και έρχονται να διδαχθούν νέοι απ’ όλη την ελληνορωμαϊκή οικουμένη όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Μέγας Βασίλειος και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουλιανός.

Βυζαντινή περίοδος

Το 396 η Αττική και η Αθήνα δέχονται την επιδρομή του Βησιγότθου Αλάριχου, οι καταστροφές είναι μεγάλες . Σταδιακά από την εποχή του Θεοδοσίου Β’ άλλαξε η φυσιογνωμία της Αθήνας με τα διατάγματα του κατά των Εθνικών (437 μ.Χ.), άρχισε η μετατροπή ειδωλολατρικών ναών σε χριστιανικούς όπως ο Παρθενώνας ή τα Προπύλαια και παράλληλα χτίστηκαν νέοι χριστιανικοί ναοί.

Το ισχυρότερο πλήγμα στην πνευματική και την οικονομική ζωή της Αθήνας ήταν το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών το 529 με διάταγμα του Ιουστινιανού. Η πόλη είχε πλέον αλλάξει, δεν διατηρούσε παρά ελάχιστα στοιχεία από το ένδοξο παρελθόν της.

Η πόλη τον 5ο και 6ο αιώνα διατηρούσε ακόμη την οικονομική της ευρρωστία: κατασκευάστηκε το Ιουστινιάνειο τείχος, υπάρχει οικιστική ανάπτυξη σε ολόκληρη την Αττική. Στα τέλη του 6ου αιώνα δέχθηκε την επίθεση Σλάβων και υπέστη αρκετές καταστροφές. Από τον 7ο αιώνα η πόλη ανήκε διοικητικά στο θέμα της Ελλάδας με έδρα την Θήβα.
Σημαντική ανάπτυξη παρουσιάζει η Αθήνα τον 8ο αιώνα και μάλιστα από τα μέσα του προάγεται εκκλησιαστικά από επισκοπή σε μητρόπολη. Παρά τις καταστροφές που έχει υποστεί ο πολεοδομικός ιστός δεν έχει μεταβληθεί, βασίζεται στον αρχαίο. Το ίδιο συμβαίνει και με το οδικό δίκτυο που οδηγεί στην Αττική.

Μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα παρατηρείται μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα της ναοδομίας όχι μόνο στην μέσα στην πόλη αλλά και στην Αττική και ανεγείρονται πολλοί νέοι ναοί : ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος του Μαγκούτη και η Παναγία Νεραντζιώτισσα στο Μαρούσι, οι Άγιοι Απόστολοι του Σολάκη οι Άγιοι Ασώματοι του Κεραμεικού, οι Άγιοι Θεόδωροι, η Καπνικαρέα είναι μερικοί από αυτούς που σώζονται. –
Το 1018 επισκέπτεται την πόλη ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ Μακεδόνα και προσκυνά την παναγία στον Παρθενώνα. Ενώ στο τέλος του 12 αιών η Αττική και η Αθήνα υπέστησαν καταστροφές από την επιδρομή των Σαρακηνών, που κατέλαβαν την πόλη και απείλησαν την Ακρόπολη ενώ το 1147 βιώνει την επιδρομή των Νορμανδών. Το 1203 ακολουθεί νέα καταστροφή με την εισβολή στην Αττική του Λέοντα του Σγουρού και τη γενναία υπεράσπιση της πόλης από τον μητροπολίτης της Μιχαήλ του Χωνιάτη. Η εξουθενωμένη πλέον Αθήνα το 1204 παραδίδεται στους Φράγκους που και αυτοί με τη σειρά τους επιδίδονται σε λεηλασίες και αρπαγή των εκκλησιαστικών θησαυρών και άλλων πολύτιμων κειμηλίων. Η Αθήνα και την Αττική είναι πλέον φέουδο του Βουργουνδού Όθωνα de la Roche, που ονομάστηκε «Κύριος των Αθηνών» ή «Μέγας Κύρης» από τους Έλληνες.

Στη διάρκεια των δυόμισι αιώνων της λατινικής κυριαρχίας, το δουκάτο των Αθηνών περνάει στο βασιλιά της Σικελίας και στους Καταλανούς (1322 – 1388) και εφαρμόζεται η καταλανική γλώσσα και δίκαιο. Ακολουθούν οι Φλωρεντινοί δούκες Ατζογιόλι (1388 – 1456) με ηπιότερη διακυβέρνηση. Στην αττική εγκαθίστανται Αρβανίτες. Η Αθήνα παραμένει υπό την διοίκηση των φλωρεντίνων Ατζογιόλι, εκτός από ένα μικρό διάστημα ενετικής διοίκησης, μέχρι την παράδοσή της στους Οθωμανούς το 1456.

Οθωμανική περίοδος

Η Οθωμανική περίοδος (1456 – 1833) διακρίνεται σε δύο φάσεις με ένα μικρό διάστημα ενετικής κατοχής (1687 – 1688). Τον Αύγουστο του 1458 πραγματοποιείται η επίσκεψη του Μωάμεθ του πορθητή στην Αθήνα, θαυμάζει την πόλη και παραχωρεί προνόμια. Ο Παρθενώνας μετατρέπεται σε τζαμί και ιδρύεται το Φετιχέ τζαμί προς τιμή του πορθητή.

Απαγορεύτηκε η καταστροφή των αρχαίων μνημείων με σουλτανικό φιρμάνι. Η Αττική αποτελεί έδρα επαρχίας, καζά, και ανήκει στην επαρχία Ευρίπου με έδρα την Χαλκίδα. Η πόλη επεκτείνεται έξω από το υστερορωμαικό τείχος και νέοι κάτοικοι, Τούρκοι, Αρβανίτες και Έλληνες εγκαθίστανται. Κατά τον Α΄ ενετοτουρκικό πόλεμο, οι Ενετοί εισβάλλουν και λεηλατούν την Αθήνα το 1464 /1466.

Κατά τον 16ο αιώνα εφαρμόστηκαν κάποιες διοικητικές αλλαγές με αποτέλεσμα η ζωή των κατοίκων να βελτιωθεί ενώ ο 17ος αιώνας επικρατεί σχετική ηρεμία, παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού και μια μικρή οικονομική άνθιση. Η κοινωνία αποτελείται από τέσσερις τάξεις με βάση την καταγωγή και τα οικονομικά τους δεδομένα: τους άρχοντες που ήταν κυρίως γαιοκτήμονες από τους οποίους προέρχονταν οι δημογέροντες, τους νοικοκυραίους που ήταν ιδιοκτήτες γης, τους παζαρίτες που ήταν έμποροι και βιοτέχνες και τέλος τους ξωτάρηδες που ήταν φτωχοί αγρότες.

Μια νέα εισβολή των Ενετών το 1678 από Μοροζίνι έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του Παρθενώνα. Μεταξύ 1775 και 1795 η Αθήνα και ολόκληρη η Αττική υπέφερε από την σκληρή διακυβέρνηση του βοεβόδα Χατζή Αλή Χασεκή.

Ήδη από τον 17ο αιώνα η Αθήνα δέχεται τις επισκέψεις περιηγητών και συχνά να αποσπούν αρχαιότητες. Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε μεταξύ 1801 – 1803 όταν ο Λόρδος Έλγιν αφαιρεί τα γλυπτά του Παρθενώνα και τα στέλνει στην Αγγλία.

Νεότερη περίοδος

Η ελληνική επανάσταση του 1821 βρίσκει υπόβαθρο στους κατοίκους της Αττικής οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στην απελευθέρωση της Αθήνας. Κατάφεραν να μείνει ελεύθερη η Αθήνα για πέντε χρόνια 1822 – 1827, αλλά στη συνέχεια ανακατέλαβαν την ακρόπολη οι Τούρκοι και παρέμειναν μέχρι το 1833 όπου παρέδωσαν το φρούριο στους Βαυαρούς. Στην ταραγμένη αυτή εποχή πολλοί κάτοικοι, κυρίως των Αθηνών, κατέφυγαν στην Σαλαμίνα. Την πόλη, σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένη, παραλαμβάνει τον Μάρτιο του 1833 ο Ιωάννης Ρίζος Νερουλός ως αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης. Το 1834 η Αθήνα επιλέγεται ως πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού κράτους και εκπονείται το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ. Από μια πόλη των 5.000 κατοίκων που ήταν στο τέλος επανάστασης του 1821, φτάνει τους 10.000 κατοίκους – όταν γίνεται πρωτεύουσα της Ελλάδας ενώ η Αττική κρατάει τον αγροτικό της χαρακτήρα. Αποτέλεσμα της εξέγερσης της Γ’ Σεπτεμβρίου 1843 ήταν η παραχώρηση συντάγματος από τον βασιλιά Όθωνα και η μετάβαση της Ελληνικής πολιτείας από την απόλυτη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία. Η Αττική ακολούθησε την ιστορική πορεία της Αθήνας και σταδιακά περιορίστηκε ο αγροτικός της χαρακτήρας, οι μικροί οικισμοί αναπτύχθηκαν και αυξήθηκαν με αποτέλεσμα στον 20ο αιώνα να έχει σε μεγάλο βαθμό ομογενοποιηθεί με την πρωτεύουσα.

Η Αθήνα υπήρξε και παραμένει το κέντρο όλων τον πολιτικών εξελίξεων στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Η νεότερη και σύγχρονη ιστορία της είναι απόλυτα συνυφασμένη με την διαμόρφωση και την πορεία της Ελλάδας καθώς πρωταγωνιστεί σε όλα τα σημαντικά γεγονότα του 19ου και 20 ου αιώνα: τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της νεότερης ιστορίας στο Καλλιμάρμαρο το 1896, τα εγκαίνια της πρώτης γραμμή του ατμοκίνητου αστικού σιδηρόδρομου της Ελλάδας που συνέδεε τον Πειραιά με την Αθήνα, τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τα πρώτα τηλέφωνα το 1908 και λειτουργεί το ηλεκτροκίνητο τραμ, το κίνημα στο Γουδί το 1909, τον ηλεκτροφωτισμό της πόλης το 1910, τους βαλκανικούς πολέμους 1912 – 1913, χτίζονται οι πρώτες προσφυγικές κατοικίες το 1923, τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης και του Φράγματος του Μαραθώνα το 1931, τη γερμανική κατοχή και την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων στις 12 Οκτωβρίου του 1944 από την Ελληνική πρωτεύουσα (επίσημη λήξη της κατοχικής περιόδου), τη δικτατορία των συνταγματαρχών και την φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973.