Το εξερευνητικό πάθος του ανθρώπου σηματοδοτεί την ανάγκη του ανθρώπου, από τα πολύ πρώιμα χρόνια ως τις μέρες μας, για κίνηση, για μετακίνηση, με διαφορετικά κάθε φορά κίνητρα όπως για να δει και να μάθει. Και αυτό που βλέπει ή μαθαίνει συχνά θέλει να το αποτυπώσει και να το αποθανατίσει στα γραπτά του. Η ταξιδιωτική γραφή δρομολογείται ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. αιώνα, με την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Ο Σόλων, τον 6ο αιώνα π.Χ., επιθυμεί να δει και να μάθει όπως ο Οδυσσέας, ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (550 -480π.Χ.) συγγράφει το έργο Περίοδος Γης ή Περίπλους, ο Νέαρχος (περ. 360- 312 π.Χ.), και ο Πυθέας (περ. 380 – περ. 310 π.Χ.) αποτυπώνουν στα έργα του τα μακρινά μέρη που επισκέπτονται, ενώ ο Διονύσιος ο περιηγητής καθιερώνει την περιήγηση ως ξεχωριστό φιλολογικό είδος. Και ο Παυσανίας (2ος μ.Χ.) με το έργο του Ελλάδος περιήγησις διασώζει μαρτυρίες τόπων και μνημείων της αρχαίας Ελλάδας. Από την αρχαιότητα ως και τη ρωμαϊκή περίοδο Έλληνες ταξιδιώτες, γεωγράφοι, φυσιοδίφες αναζητούν νέους ορίζοντες και μας κληροδοτούν ένα μεγάλο μέρος των γνώσεων μας για τον αρχαίο κόσμο.
Ο περιηγητής καταχωρεί τις προσωπικές του ιδέες και εμπειρίες και αποθανατίζει το σκηνικό μιας δεδομένης στιγμής. Τα κείμενα τους συχνά προβληματικά, είναι ακατέργαστη πρώτη ύλη με πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες που συχνά συμπληρώνουν το έργο των ιστορικών. Ο περιηγητής καταγράφει αυτό που βλέπει και αυτό που ακούει, όπως αυτός το αντιλαμβάνεται και χωρίς την καταλυτική απόσταση του χρόνου. Συγχρόνως αποκαλύπτει μέσα από τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του, τις συναισθηματικές του αντιδράσεις. Η προσωπική επαφή με τον χώρο, η αμεσότητα των εντυπώσεων αλλά και η αφέλεια, η υπερβολή και η παραποίηση στοιχείων διαμορφώνουν ένα είδος από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες. Και εδώ ο ερευνητής, ο ιστορικός, ο μελετητής πρέπει να ξεχωρίσει τις αναξιόπιστες, υπερβολικές και συχνά τερατολογικές αφηγήσεις αναλόγως της εποχής, όπως και την αντιγραφή στοιχείων συχνά παραποιημένων από παλαιότερα χρονικά και να αναδείξει τα ιστορικά δεδομένα.
Το περιεχόμενο των περιηγητικών αφηγήσεων παραλλάσσει, καθώς αλλάζουν οι εποχές και τα ενδιαφέροντα. Κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, τον μεσαίωνα και την οθωμανική περίοδο, η πληροφόρηση για την Ελλάδα περιορίζεται καταρχήν στα κείμενα των χρονικογράφων, στα έργα των πατέρων της εκκλησίας και σε διοικητικά έγγραφα. Σίγουρα ο μεγαλύτερος όγκος των περιηγητικών κειμένων για την Ελλάδα προέρχεται από τους χρόνους μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για χρονικά με γεωγραφικές, ιστορικές, λαογραφικές, φυσιογνωστικές, αρχαιολογικές και τοπογραφικές πληροφορίες. Ο τόπος, οι άνθρωποί του, η υγεία των κατοίκων, η οικονομική δραστηριότητα, το εμπόριο, η βιοτεχνία, τα μοναστήρια, οι πειρατές, τα ήθη και τα έθιμα, οι χοροί, οι ενδυμασίες, η φύση σκιαγραφούνται περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα στα γραπτά τους. Πολλά από τα χρονικά έχουν εικόνες, χάρτες, σχεδιαγράμματα με πόλεις και λιμάνια, αρχαιολογικά μνημεία, πρόσωπα αλλά και αντικείμενα του καθημερινού βίου. Ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του περιηγητή, την προσωπικότητά του και την μόρφωσή του, εστιάζει και αποτυπώνει συγκεκριμένες πλευρές. Η γλώσσα γραφής για την μεσαιωνική περίοδο είναι η λατινική ωστόσο μετά την αναγέννηση οι περιηγητές επιλέγουν να εκφράζονται στην εθνική τους γλώσσα.
Μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα η Ελλάδα δεν αποτελεί αυτοτελές αφήγημα στα περιηγητικά κείμενα. Δεν αποτελεί προορισμό για τους περιηγητές αλλά πέρασμα με αφορμή για παράδειγμα ένα ταξίδι στους Άγιους Τόπους. Στα γραπτά του Άγγλου Seawulf, του πρώτου ευρωπαίου προσκυνητή που πέρασε από την Ελλάδα (1103) ακολουθώντας τους σταυροφόρους, δεν βρίσκει κανείς περιγραφές για τους ανθρώπους και την ζωή στην χώρα παρά μόνο σύντομες αναφορές για τις πόλεις που πέρασε και την σχέση τους με εκκλησίες και αγίους. Οι γραπτές αναφορές των ταξιδιωτών που περνούν από την Ελλάδα στους ταραγμένους αιώνες που ακολουθούν, είναι λίγες και συχνά προβληματικές.
Με την επίδραση της Αναγέννησης, ανανεώνεται το ενδιαφέρον για τις κλασικές σπουδές στη δύση και η αναζήτηση της εικόνας του κλασικού ιδεώδους είναι στο επίκεντρο. Ωστόσο η Αθήνα και η Ελλάδα είναι περισσότερο ζωντανές στη σκέψη των λογιών παρά μέσα από τα σχέδια και τις γραπτές αφηγήσεις των περιηγητών.
Σε αυτό το πλαίσιο ο 15ος αιώνας αντιπροσωπεύεται από τον Κυριακό Αγκωνίτη (Ciriaco Pizzeccolli Anconitano 1391 – 1452), μια μοναχική περίπτωση ταξιδιώτη που αναζητά τα αρχαία μνημεία μέσα από την περιήγησή του ενώ οι σύγχρονοί του παραμένουν στην μελέτη των αρχαίων κειμένων.
Ο 16ος αιώνας, εποχή των ανακαλύψεων, του ουμανισμού και της τυπογραφίας μας κληροδοτεί με περιηγητικά κείμενα που χαρακτηρίζονται από μια σύνθεση θρησκευτικών, προσωπικών και ταξιδιωτικών εμπειριών με συχνά αντιφατικές πληροφορίες, ιστορικές ανακρίβειες και υπερβολές. Για παράδειγμα από έργο του A. Thevet (1556) έχουμε μία εικόνα για αρχαία αγάλματα στην Αθήνα ενώ αμφισβητείται η παρουσία του στην πόλη. Βαθμιαία παρατηρείται μια συστηματικότερη περιήγηση με παρατηρήσεις εμπειρικών παρατηρητών όπως του J. Thevenot (1633-1667).
Τον 17ο αιώνα τα κείμενα των περιηγήσεων απομακρύνονται σταδιακά από τον προσκυνηματικό χαρακτήρα και τις διπλωματικές εκθέσεις, γίνονται αυτοβιογραφικά με ιστορικού και γεωγραφικού χαρακτήρα πληροφορίες. Τα εικαστικά σχέδια, που συχνά απέχουν από την πραγματικότητα, συμπληρώνουν τα περιηγητικά έργα ως επιστέγασμα της εγκυρότητας των πληροφοριών που παρέχουν. Στο τέλος του 17ου αιώνα η Αθήνα προσελκύει το ενδιαφέρον μεταξύ άλλων περιηγητών, συγγραφέων, ιστοριογράφων, καλλιτεχνών και προξένων. Τα απλοϊκά σχέδια του J. Spon (1678) αποτελούν τις πρωιμότερες απεικονίσεις των σημαντικών μνημείων της Αθήνας. Η πόλη της Αθήνας, τα μνημεία της και η ιστορία της γίνονται σημείο αναφοράς για εκατοντάδες επισκέπτες, τους αιώνες που ακολουθούν.
Στον 18ο πλέον αιώνα, η Ευρώπη του ορθολογισμού εξιδανικεύει την αρχαιότητα, την καθιστά πρότυπο ζωής και μόρφωσης. Οι εκδόσεις των J. Stuart και Ν. Revett (1762, 1787, 1794, 1816) με απεικονίσεις μνημείων βασισμένες σε λεπτομερείς μετρήσεις, επεξηγηματικά κείμενα και παρατηρήσεις προκάλεσε τον ενθουσιασμό του ευρωπαϊκού κοινού. Η γενική και συχνά φαντασιακή απεικόνιση αρχαίων μνημείων ανήκει στο παρελθόν. Η ανάκτηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος γίνεται το αντικείμενο των ευρωπαϊκών αρχαιολογικών αποστολών μέσα από την καταγραφή και μελέτη των μνημείων. Παράλληλα ο εμπλουτισμός των συλλογών, ιδιωτών και ηγεμόνων στη Δύση, με πρόσχημα πάντα το πνεύμα του κλασικού ιδεώδους, έχει σαν αποτέλεσμα την σύληση και καταστροφή αρχαίων μνημείων.
Στα περιηγητικά κείμενα του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν οι προσεγμένες απεικονίσεις τόπων και μνημείων και οι όσο το δυνατόν τεκμηριωμένες πληροφορίες για την ιστορία και τους ανθρώπους. Τόσο η προεπαναστατική Αθήνα όσο και άλλες σημαντικές τοποθεσίες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος δέχονται πολλούς επισκέπτες που καταγράφουν συχνά με ένα πνεύμα φιλελληνισμού τα περιηγητικά και εικαστικά έργα τους.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά αυξάνεται ο αριθμός των ευρωπαίων περιηγητών, καλλιτεχνών, λογοτεχνών, στρατιωτικών με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός πλούσιου αρχείου με σχέδια, πίνακες, χαρακτικά, ξυλογραφίες, ποιήματα, βιογραφίες, οδοιπορικά αντιπροσωπευτικά στο μεγαλύτερο μέρος τους μιας νέας πραγματικότητας. Και στα μέσα πλέον του 19ου αιώνα η φωτογραφία γίνεται η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία της πραγματικότητας.
Τα περιηγητικά κείμενα αποτελούν ένα πλούσιο και σημαντικό υλικό για τη νεότερη ιστορία του Ελληνισμού. Αποτελούν μια σύνθεση από προσωπικές μαρτυρίες, συναισθήματα, γνώσεις, ιδεολογίες πολιτικές τοποθετήσεις, θρησκευτικές απόψεις που διαμόρφωσαν το τελικό αντικείμενο.