Το Δεσποτάτο της Μυκόνου | Κεφάλαιο Ζ’

Δείτε τα προηγούμενα κεφάλαια:

Τα παιχνίδια παρακολουθούσαν σιωπηλά καθώς ο Σκαντζόχοιρος διάβασε προσεκτικά την επιγραφή και επέστρεψε τη μαρμάρινη πλάκα στην Κλασσική Γιαγιά. Έμεινε σκεπτικός για μια στιγμή, πήρε βαθειά ανάσα κι άρχισε:

«Όπως όλοι θα θυμάστε, χτες βράδυ η αυτοκράτειρα Θεοδώρα μάς προσέφερε ένα βραδινό ρόφημα πριν πέσουμε για ύπνο. Μόνο δύο παιχνίδια ανταποκρίθηκαν στην προσφορά της: ο κύριος Ήφαιστος και ο Νικηφόρος Παλαιολόγος».

«Με είπε ‘κύριο’;» μουρμούρισε θυμωμένος ο Ήφαιστος.

Ο Σκαντζόχοιρος σήκωσε το δάχτυλό του για να σταματήσει τη γκρίνια που ήξερε πως θα ακολουθούσε. «Παρακαλώ, μη με διακόπτετε. Οι άνθρωποι θα είναι εδώ σε λιγότερες από δύο ώρες. Δε θα μπορέσουμε να λύσουμε την υπόθεση έγκαιρα, αν ασχοληθούμε με ανόητους καβγάδες».

Ο Ήφαιστος έκανε να διαμαρτυρηθεί ξανά αλλά η Ήρα των σταμάτησε χτυπώντας του το χέρι. Ο Σκαντζόχοιρος την ευχαρίστησε με μια ελαφρά υπόκλιση και συνέχισε.

«Ωστόσο, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα δεν έφτιαξε το ρόφημα μόνη της. Την βοήθησε η Κλασσική Γιαγιά και η Θεά των Όφεων. Και… (έκανε μια μικρή παύση για να δώσει έμφαση) η επιγραφή στην πλάκα της Κλασσικής Γιαγιάς είναι το Ποτό του Αιώνιου Ύπνου, στο οποίο βασικό συστατικό είναι το δηλητήριο φιδιού».

Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στον χώρο. «Ήταν λοιπόν οι τρεις τους;» ρώτησε η Αφροδίτη.

Ο Σκαντζόχοιρος σήκωσε και πάλι το δάχτυλο. «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Το Ποτό του Αιώνιου Ύπνου απλά κοίμισε τον Δεσπότη. Κι εγώ, μάλιστα, ένιωσα τα αποτελέσματά του από το άρωμα που είχε μείνει στα αγκάθια μου. Ήμουν όντως εξαιρετικά νυσταλέος όλη νύχτα, δεν μπορούσα καν να σταθώ στα πόδια μου».

«Κι εγώ επίσης», διέκοψε ο Ήφαιστος.

«Πολύ φοβάμαι πως όχι», απάντησε ήρεμα ο Σκαντζόχοιρος. «Το Ποτό του Αιώνιου Ύπνου το φτιάξατε οι θεοί του Ολύμπου. Ασφαλώς θα φροντίσατε να έχετε ανοσία σ’ αυτό». Σ’ αυτό το σημείο ο σιδηρουργός θεός είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο Σκαντζόχοιρος συνέχισε πριν μπορέσει να πει κάτι: «Αντίθετα, εσύ πήγες ως τον πίνακα του ηλεκτρικού και έκαψες την ασφάλεια της λάμπας νυκτός. Και μετά, προσπάθησες να καθαρίσεις το καψάλισμα όσο μπορούσες».

«Αδύνατον», είπε η Κλασσική Γιαγιά. «Κάποιος από εμάς θα τον έβλεπε».

Ο Σκαντζόχοιρος χαμογέλασε. «Αυτό είναι το ωραίο μ’ αυτό το σχέδιο, αγαπητή μου Γιαγιά. Όλοι σας τον είδατε. Όλοι σας, εκτός από μένα, που ήμουν κουλουριασμένος σε μια κούπα».

Και πάλι μουρμουρητό γέμισε τον χώρο. «Παρακαλώ, αφήστε με να τελειώσω», έκανε αυστηρά με την ψιλή φωνούλα του ο Σκαντζόχοιρος. «Αφού έσβησε το φως, η κυρία Ήρα έβγαλε ένα φτερό από την ουρά του παγωνιού της και το έδωσε στη Δούκισσα της Πλακεντίας, η οποία έγραψε τη χαρτονένια πινακίδα που κρέμεται στο λαιμό του Δεσπότη».

«Κάποιος να του πει ότι δεν αποκαλείς θεούς ‘κύριε’ και ‘κυρία’», μουρμούρησε μέσα απ’ τα δόντια της η Ήρα. «Δε θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα».

Η Δούκισσα της Πλακεντίας είχε γίνει κατακόκκινη. «Και πώς ξέρεις ότι δεν το έγραψε μόνη της η Ήρα;»

«Στοιχειώδες, αγαπητή μου Δούκισσα», είπε με σοβαρότητα ο Σκαντζόχοιρος. «Στην αρχαιότητα, οι άνθρωποι έγραφαν χαράσσοντας με γραφίδες σε κέρινες πλάκες. Στην εποχή σου, ωστόσο, συνηθίζονταν οι πένες. Επιπλέον, έχασες ένα σκουλαρίκι όταν πήγες να κρεμάσεις την πινακίδα στο πτώμα».

«Αν καταλαβαίνω καλά, δεν υπάρχει ακόμα πτώμα σ’ αυτό τη σημείο της αφήγησής σου», διαμαρτυρήθηκε η Δούκισσα. «Μόνο ένας κοιμώμενος Δεσπότης».

«Όντως. Στην πραγματικότητα, όταν πλησίασες τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, οι φίλοι μας, ο έπαρχος Χασεκή κι ο Αλβανός χασάπης τον είχαν ήδη πλησιάσει πατώντας στις μύτες των ποδιών τους. Ο Χασεκή τον κρέμασε με το κορδόνι στραγγαλισμού που είχε πάντα στην τσέπη του και ο Αλβανός χασάπης τον ξεκοίλιασε με το μαχαίρι του. Ο Δεσπότης δεν πρόλαβε να αντιδράσει, καθώς ήταν βαθειά ναρκωμένος».

Ο Χασεκή μούγκρισε αγριεμένα: «Θα βρεθείς εσύ κρεμασμένος με κορδόνι αν συνεχίσεις να κατηγορείς έτσι».

«Ευχαρίστως» απάντησε ήρεμα ο Σκαντζόχοιρος. «Ζητώ μόνο να με αφήσετε να ολοκληρώσω και θα χαρώ να αποδείξετε ότι κάνω λάθος».

Ο Χασεκή έκανε πίσω αγριοκοιτάζοντας.

«Δευτερόλεπτα αργότερα, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν πήρε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στο άλογό του και πήγαν στη βιτρίνα για να καταστρέψουν τα υπόλοιπα παιχνίδια, τα σχετικά με το Δεσποτάτο της Μυκόνου. Βέβαια, εκείνη την ώρα της νύχτας, το άρωμα στα αγκάθια μου από το ρόφημα της αυτοκράτειρας Θεοδώρας είχε αρχίσει να χάνεται και, ενώ ήμουν ακόμα ζαλισμένος, μπόρεσα να ακούσω το κλαπ – κλαπ από τις οπλές του αλόγου, όσο κι αν προσπαθούσε ο σουλτάνος να περάσει απαρατήρητος. Οι δυο αναβάτες μας, λοιπόν, πήγαν ακόμα και μέχρι την τουαλέτα για να με ξεγελάσουν. Όταν έβγαιναν, πήγαν ως το ράφι της βιτρίνας και χτύπησαν τη μικρογραφία της Κωνσταντινούπολης πάνω του. Εκμεταλλεύθηκαν τότε τη φασαρία που ακολούθησε, ώστε να επιστρέψουν στο δικό τους ράφι, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Τουλάχιστον από μένα, καθώς όλοι οι άλλοι ξέρατε πολύ καλά τι συνέβαινε».

Μια μακρά και βαριά σιωπή ακολούθησε. «Όπερ έδει δείξαι», είπε τελικά ο Σκαντζόχοιρος. «Ο Νικηφόρος Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε από πράκτορες του Ανδρόνικου ή τίποτα τέτοιο. Εξοντώθηκε κατόπιν συνωμοσίας των άλλων παιχνιδιών».

Διαμαρτυρίες ξέσπασαν στο δωμάτιο.

«Δεν μπορεί να γίνει πιστευτό», είπε η Ήρα.

«Είναι εντελώς απίστευτο», σφύριξε υποτιμητικά η Θεά των Όφεων. «Σιγά μη το πιστέψουν οι άνθρωποι».

Ο Αλβανός χασάπης έβαλε το μαχαίρι του. «Μπορώ να σιγουρέψω ότι οι άνθρωποι δεν θα τα ακούσουν ποτέ όλα αυτά. Χασεκή, θα με βοηθήσεις;»

Ο Σκαντζόχοιρος σήκωσε τους ώμους του. «Είμαι από πηλό, χασάπη. Δεν θα πάθω και τίποτα με μαχαίρια και κορδόνια».

«Αυτό κανονίζεται», γρύλλησε ο Ήφαιστος κραδαίνοντας το σφυρί του. «Απ’ όσο ξέρω, ο πηλός δεν τα βγάζει πέρα με το χυτό σίδερο».

«Ούτε θα γλίτωνε από πρόσκρουση σε πέτρα με μεγάλη ταχύτητα», μουρμούρησε ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Ο Σουλεϊμάν έκανε σούζα το άλογό του. «Να βοηθήσω;»

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας έκανε ένα βήμα προς τον Σκαντζόχοιρο. Η Θεά των Όφεων έβγαλε ένα θυμωμένο φιδίσιο σφύριγμα. Όμως, πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Το στέμμα του Κωνσταντίνου έσπασε σε κομμάτια κι έπεσε στο πάτωμα, καθώς πίσω του φάνηκε η Κλασσική Γιαγιά που μόλις τον είχε χτυπήσει κατακέφαλα με τη μαρμάρινη πλάκα της.

«Αφήστε τις ανοησίες, νεαροί», είπε με επισημότητα. «Δεν είμαστε δολοφόνοι».

Ο Σουλεϊμάν γύρισε προς το μέρος της οργισμένος. «Είμαι ένας Οθωμανός σουλτάνος, Γιαγιά. Δεν μπορείς να με αποκαλείς ‘νεαρέ’».

«Και μπορεί και δίκιο έχει», διέκοψε η Θεοδώρα. «Ο Σκαντζόχοιρος είναι ένα γνήσιο αρχαιολογικό εύρημα. Θα ήταν απαράδεκτο να πάθει οποιαδήποτε ζημιά. Κάθε ενήλικος το καταλαβαίνει αυτό».

Ο θεός του Ολύμπου και ο Οθωμανός σουλτάνος έκαναν λίγο πίσω καθώς εκείνη τους κοιτούσε αυστηρά. Η Θεά των Όφεων, η Κλασσική Γιαγιά, η Δούκισσα της Πλακεντίας και η Ήρα στάθηκαν δίπλα της, σχηματίζοντας νοητό τοίχο για να προστατεύσουν τον Σκαντζόχοιρο. «Άντρες», μουρμούρησε η Δούκισσα της Πλακεντίας. «Όλο καβγάδες, μυαλό καθόλου».

Ο Θουκυδίδης, που καθόταν ήσυχα στο ράφι του ως τώρα, πλησίασε. «Όχι όλοι, Δούκισσα, αν μου επιτρέπετε». Στράφηκε στον Σκαντζόχοιρο. «Παρακαλώ, μη συνερίζεστε τους φίλους μου. Η εξόντωση του Νικηφόρου Παλαιολόγου κατ’ αυτό τον τρόπο ήταν δική μου ιδέα. Εγώ και μόνο θα πρέπει να υποστώ τις συνέπειες όταν έρθουν οι άνθρωποι».

Ο Σκαντζόχοιρος έκανε ένα έκπληκτο «σκουίκ» με αυτή την απρόσμενη τροπή. «Εσύ; Μα γιατί; Είσαι ο πατέρας της ιστορίας. Θα περίμενα να είσαι ικανοποιημένος που ανακαλύφθηκαν νέες ιστορικές πηγές».

«Θα ήμουν», είπε ξεφυσώντας με κόπο ο Θουκυδίδης. «Αλλά το Δεσποτάτο της Μυκόνου δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν όλο μια απάτη.»

Το τελευταίο κεφάλαιο την ερχόμενη Τετάρτη, 8/4/2020.